Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΧΑΛΙΛΗΣ

Τον παλιό καιρό οι κάτοικοι της Χλώρακας ελλείψει άλλων μεταφορικών μέσων, διακινούνταν με τα γαϊδούρια. Ο Λεωνής ο Σιαμμάς ενας βοσκός, αλλα ταυτόχρονα και περβολάρης, είχε δύο γάιδαρους, τον ένα τον ονομάτισε Σιελϊονά και τον άλλο Χαλίλη. Χαλίλης ήταν ένας Τούρκος που αγόραζε το γάλα από τους βοσκούς και το επεξεργαζόταν φτιάχνοντας κυρίως χαλούμια και αναράδες. Οι βοσκοί ήταν πολλοί, και αυτός μοναχός πράτης. Ήταν δηλαδή πολλή η προσφορά, και λίγη η ζήτηση. Ήταν λογικό λοιπόν να ρίχνει τις τιμές για ίδιον όφελος και σε βάρος των γαλακτοπαραγωγών βοσκών. Για τούτον το λόγο, ο Λεωνής τον είχε άκτι, έτσι ονομάτισε τον γάιδαρο του Χαλίλη.
Τα περβόλια που ρέντευε ήταν στη περιοχή της Βρέξης, κάτω ακριβώς από τη Τουρκική συνοικία του Μουττάλου. Οι Τούρκοι εκείνους τους καιρούς ήσαν οι ευνοούμενοι των Άγγλων αποικιοκρατών της Κύπρου, και βαλτοί να δημιουργούν προβλήματα και φασαρίες στους Χριστιανούς. Ο Λεωνής ο Σιαμμάς που είχε μέσα του αίσθημα πατριωτικό, μη μπορώντας να αντιδράσει διαφορετικά, ξέσπαγε συνήθως λέγοντας λόγια απαξιωτικά για τους Τούρκους, π.χ. όταν ήθελε να καπνίσει ναργιλέ, έλεγε τη χαρακτηριστική φράση, «Ενν άψουμεν τον Μωχάμετη», καθώς επίσης όπως είδαμε πιο πάνω αλλά θα δούμε και παρακάτω, φώναζε τους γάιδαρους με Τουρκικά ονόματα θέλοντας έτσι να τους παρομοιάσει με αυτούς.
Συνηθως ο Λεωνής δεν πουλουσε το γάλα από τα προβατα του, αλλά το επεξεργάζονταν οικογενειακώς. Όταν όμως υπήρχαν δουλειές στα χωρέφια, το πουλούσε στον Χαλίλη εφέντη.
Ο Χαλίλης εφέντης κατοικούσε στη δυτική μεριά του Μουττάλου της Τούρκικης συνοικίας της Πάφου. Είχε στη δούλεψη του χανούμισσες που ζύμωναν το γάλα, καθώς και τη γυναίκα του που το ζύγιζε και το παραλάβαινε από τους βοσκούς, ενώ ο ίδιος συνήθως έλειπε για άλλες δουλειές.
Ο Λεωνής όταν μετέφερνε το γάλα χρησιμοποιούσε συνήθως τον γάιδαρο τον Σιελιονά επί σκοπού, μήπως και ξεχνιόταν καμιά φορά την ώρα της παράδοσης και φώναζε τον γάιδαρο με το συνώνυμο όνομα του Τούρκου πράτη δημιουργώντας έτσι παρεξήγηση.
Μία των ημερών λοιπόν που ο γάιδαρος ο Σιελιονάς ήταν στο αλώνι, ο Λεωνής φόρτωσε τον άλλο γάιδαρο τον Χαλίλη και φτάνοντας στο Μούτταλο έκατσε στη σειρά έξω από το σπίτι του πράτη Χαλίλη για να ρθεί το γυρί του να ξεφορτώσει το γάλα.
Στην κάμποση ώρα, το γαϊδούρι με το βαρύ φορτίο στη συρίζα άρχισε να δείχνει ανήσυχο και τάρασσε εδώ και εκεί χωρίς να βρίσκει αμάντα ( ησυχία). Ο Λεωνής το σιουμάλιζε (χάιδευε) να το υσηχασει, αλλά το γαϊδούρι τίποτα. Σε κάποια στιγμή δυσπιρκασμένος ο Λεωνής, του έβαλε τη φωνή,
«σταμάτα Χαλίλη, μεν ταράσσεις τσιαι εν να σιωνώσεις το γάλα».
Αμέσως κατάλαβε τη γκαφα του και δάγκωσε τα χείλη του, ήταν όμως πλέον αργά. Ότι φέρνει η ώρα λέει η παροιμία, δεν τα φέρνει ο χρόνος. Γεμάτος ενοχή, γύρισε προς τη χανούμισσα Τουρκάλα με την ελπίδα μήπως δεν άκουσε, αλλά την είδε αγριεμένη και με θυμό και παράπονο αρχίνησε να του λέει,
«Μπράβο πε, λαλείς όνομα γάρου σου, όνομα άνδρα μου, έν αντρέπεαι; Άμα είσε έτσι, εν πιάννω γάλα σου».
Από τότες ο Λεωνής άλλαξε το όνομα του γαϊδάρου, και τον φώναζε Σιερκά…
Το συνήθειο όμως δεν είναι εύκολο να κοπεί...
Την παραγωγή από τα περβόλια του συνήθως τη φόρτωνε στον γάιδαρο του με το νέο όνομα τον Σιερκά, και πήγαινε στη συνοικία του Μουττάλου να τα πουλήσει. Φόρτωνε ποικιλία χορταρικών, κρεμμύδια, παντζάρια και πατάτες. Κάθε φορά οι Τουρκάλες τον ανέμεναν να ψωνίσουν γιατί είχε βγάλει καλό όνομα για την καλή ποιότητα των οπωρικών του. Μια φορά όμως στην κεντρική πλατεία που δεν φαίνονταν κοντά να υπάρχουν Τούρκοι, πάλι ξεχάστηκε και αποκάλεσε το γάιδαρο του Μομίνη. Ο Μομίνης ήταν ένας Τούρκος γυρολόγος που γύριζε τα χωριά και φώναζε «αυκά πουλιά γοράζω, ποτσιά της πογιάς» για να ακούσουν οι νοικοκυρές να βγουν έξω και να κάμουν τράμπα. Εκεί λοιπόν που νόμισε ότι δεν τον άκουσε κανείς, νάσου από μια αυλή σπιτιού δίπλα του, να βγαίνουν πέντε έξι χανούμισσες και να τον περικυκλώνουν απειλητικά, ενώ από πιο πέρα αρχίνησαν να έρχονται και άλλες που είδαν τις πρώτες και αντελήφθησαν ότι κάτι συμβαίνει. Σε λίγα λεπτά τον είχαν περικυκλώσει κάμποσες έτοιμες να τον «δικάσουν».
Ο Λεωνής ο Σιαμμάς έντρομος έμεινε να τις κοιτάζει λυπητερά και αμήχανα. Ήξερε ότι οι Τούρκοι το έφεραν βαρέως και δεν ανέχονταν οι Χριστιανοί να ονοματίζουν τους γάιδαρους Τουρκικά.
Αυτό το χασκιασμένο και λυπητερό του ύφος όμως, ήταν αυτό που τον γλίτωσε. Μια Τούρκισσα χανούμισσα πελάτισσα του τον λυπήθηκε και έκαμε πρόταση να μην τον δικάσουν, αλλά και ο Λεωνης να μην ξαναφωνάξει τον γάιδαρο του με Τούρκικο όνομα.

Από τότες ο Λεωνης, φώναζε τον γάιδαρο του μόνο με το όνομα Σιερκάς.