Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ Χ΄΄ ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΥ ΣΙΑΜΜΑ (1840)

Ο πατέρας του Κυριάκου Σιαμμά από φόβο ότι θα ήταν ένα από τα θύματα των σφαγών της 9ης Ιουλίου του 1821 επειδή συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα γεγονότα εναντίον των Τούρκων, τρομοκρατημένος για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. 
Κατοίκησε για πάντα εκεί, στην Κύπρο γύρισαν τα τρία παιδιά του. Ο ένας, ο Κυριάκος ερχόμενος, πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι ονόμασε τον εαυτό του Χατζιηκυριάκο. Ήταν ένας καχεκτικός νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια όταν πίστεψε ότι μπορούσε να φτιάξει κοπάδι με όσα ζώα μάζεψε, τα πήρε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε την μάντρα του και μια κάμαρη, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα και τα πουλιά.
Πέρασε ο καιρός, ζούσε στην ησυχία του, ώσπου μια μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.
Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι ολόγιομο και η έρημη περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό παράξενο και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε δυνατά με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά κούρνιαζαν φοβισμένα, τα φυτά και τα ζουζούνια έγερναν και πέθαιναν. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.
Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε ο ήχος του με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά. Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα  μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαυσε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…
Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε τακα τουκ. Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος… Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται  με  τρομαχτική  ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα  και  μέσα  στην  ύλη.  Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία  του  θανάτου του, ήταν   ευχάριστη  και  πνευματική, ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…
Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει  ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…
Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.
Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί  και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.

Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε ο άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος, ο Τσιυπρής, και η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της.