Ο ΑΛΑΚΑΤΗΣ

Στα τέλη του 18ου  αιώνα και στις αρχές του 19ου, η ζωή στην Κύπρο ηταν πολύ δύσκολη, το βιοτικό επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό, η φτώχεια κυριαρχούσε, και η πλειονότητα του πληθυσμού βρισκόταν στο έλεος των τοκογλύφων, με αποτέλεσμα  πολλοί να χάνουν τις περιούσιες τους μη μπορώντας να εξοφλήσουν τα χρέη που δημιουργούσαν.
Εργασίες υπήρχαν μόνο στα μεταλλεία στα οποία δούλευαν πέραν των δεκαπέντε ωρών από το γέννημα ως το βούτημα του ήλιου και με ελάχιστη αμοιβή. Ήσαν ξεκληρισμένοι χωρικοί που καταντούσαν εργάτες και κατέληγαν σε αυτές τις δύσκολες εργασίες διαβιώντας σε  τρώγλες και παράγκες μέσα σε σκληρές συνθήκες. Κάποιοι που ήταν πιο τυχεροί διορίζονταν από την Αγγλική κυβέρνηση σε κυβερνητικά επαγγέλματα όπως αλικάτωρες, τουρκόπουλοι, μαμούρηδες και κουνουπιέρηδες. Ήταν μια δύσκολη εποχή κατά την οποία  κάθε κάτοικος προσπαθούσε με εξυπνάδα ή πονηράδα, να εφευρίσκει τρόπους για καλύτερη  επιβίωση, καταφεύγοντας πολλές φορές σε άνομες πράξεις.
Σ αυτή τη χρονική περίοδο περιστρέφεται η μικρή ιστορία που θα διηγηθώ, και αναφέρεται στο σιεϊττανίκι ενός χωριανού. Είναι η περιγραφή ενός περιστατικού που συνέβηκε το 1940 κατά το οποίο  κατάφερε ένας καημένος φτωχός χωρικός να ξεγελάσει τον πονηρό και σκληρό τοκογλύφο της Χλώρακας.    
Παντρεμένος με παιδιά ο Αλακάτης, ήταν διορισμένος ως κουνουπιέρης από την Αγγλική Αποικιοκρατική κυβέρνηση. Ήταν επιφορτισμένος περπατητός ολημερίς να γυρίζει σε όλη την εξοχή της επαρχίας και έχοντας στον ώμο φορτωμένο το σακίδιο γεμάτο φάρμακα και δηλητήρια και στο χέρι μια μπόμπα ψεκάσματος,  να ψεκάζει τα στάσιμα νερά και τους λάκκους που είχαν νερό, για να ψοφούν τα κουνούπια και οι βδέλλες καθώς χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι το νερό για πότισμα  των αγρών, των κτηνών, αλλά και των ιδίων.
Ήταν μια εύκολη αλλά επικίνδυνη εργασία που χρειαζόταν προσοχή για να μην δηλητηριαστεί ο ίδιος. Το μηνιάτικο ήταν πολύ μικρό, αρκούσε δεν αρκούσε για επιβίωση, αλλά όμως εθεωρείτο από τους τυχερούς αφού είχε σίγουρη και μόνιμη κυβερνητική δουλειά.
Βρέξη είναι το όνομα της παραθαλάσσιας περιοχής στο νότιο μέρος του χωριού. Είναι ένας ποταμός που κατεβαίνει από τα ψηλά βουνά και τρέχει νερό που τα καλοκαίρια επειδή είναι λιγοστό, μένει στάσιμο. Εκεί όποτε πήγαινε να ψεκάσει για να ψοφήσουν τα κουνούπια, του άρεσε να κάθεται πάνω σε ένα λοφίσκο  από τον οποίο απρόσκοπτα αγνάντευε όλο τον μακρινό ορίζοντα της θάλασσας. Ήταν ένα τεμάχιο γης, ένα ενάερο μέρος και εκεί καθόταν ρεμβάζοντας και αναπολώντας. Έβλεπε στον βαθύ ορίζοντα τα πλοία που περνούσαν και ονειρευόταν ταξίδια μακρινά με καράβια στέρεα που πήγαιναν σε λιμάνια, σε άλλους κόσμους μακρινούς και άγνωστους.
Εκεί πάνω στο μικρό λοφίσκο έστησε μια μικρή καλύφη από κανιά και λαττάδες της θάλασσας. Στον ίσκιο της καθόταν και αγνάντευε τον ορίζοντα που στην άλλη του μεριά πίστευε ότι ήταν τα πέρατα του κόσμου, και με τες ώρες σκεφτόταν πώς να αποκτήσει αυτό το κομμάτι της γης πού πολύ το αγάπησε. Ήθελε να το αγοράσει, μα δεν είχε χρήματα. Οι καιροί ήσαν δύσκολοι, το μεροκάματο μικρό, οι τράπεζες έδιναν μόνο στους πλούσιους. Σκέφτηκε πολύ, και καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να το αποχτήσει νόμιμα, αποφάσισε να ενεργήσει άλλως πως, με τρόπο όμως που να μην αδικηθεί κάποιος φτωχός. Στην πολλή σκέψη αποφάσισε ότι τη ζημιά θα την φόρτωνε στον τοκογλύφο που τα χρήματα του δεν ήταν πολύ τίμια αποκτημένα, τοιουτοτρόπως θα επέβαλλε μερική δικαιοσύνη.
Με πολλή πονηριά κατέστρωσε ένα σχέδιο απλό αλλά έξυπνο, και το έβαλε σε εφαρμογή.

Ήταν ένα μεγάλο σπίτι διώροφο με όμορφες καμάρες να το διακοσμούν και βρισκόταν παραδίπλα στην κεντρική πλατεία της μεγάλης εκκλησίας. Στο ισόγειο διέθετε μια μεγάλη μακριά κάμαρη που την χρησιμοποιούσε σαν μπατάλικο μαζί και καφενείο, και εδώ, πίσω από τον μεγάλο πάγκο ο τοκογλύφος ιδιοκτήτης διεκπεραίωνε τις συναλλαγές του, πωλούσε βερεσιέ και έδινε δανικά στους φτωχούς χωρικούς δεχόμενος για αντάλλαγμα τις υποθήκες των περιουσιών τους. 
Εκείνο το πρωινό που ο Αλακάτης μπήκε μέσα στο μπακάλικο ήταν ξημέρωμα κάποιας Κυριακής, και αφού ακούμπησε τα χέρια στον πάγκο, παρήγγειλε έναν καφέ και με ύφος σοβαρό αποτεινόμενος στον τοκογλύφο μπακάλη του εξήγησε για ένα σχέδιο που σκέφτηκε.
Είχε του είπε έναν Εγγλέζο φίλο σπάταλο που σκορπούσε τα λεφτά του ασυλλόγιστα, και κατά καιρούς χρειαζόταν κάποια δανικά χρήματα έως ότου ξαναπληρωθεί ώστε να τα εξοφλεί. Ήταν στη Κυπρο και υπηρετούσε στον Εγγλέζικο στρατό και επειδή δεν είχε δική του περιουσία για να βάζει υποθήκη όταν χρειαζόταν δανικά, ήταν πρόθυμος αντί υποθήκης να πληρώνει ψηλότερο επιτόκιο. Του εξήγησε ότι δεν χρειαζόταν πολλά κάθε φορά, και για κάθε πέντε λίρες, κάθε αρχή του μήνα που θα πληρωνόταν, θα επέστρεφε έξι με χρονικό διάστημα εξόφλησης μιας εβδομάδας.
Σκέφτηκε ο τοκογλύφος ότι ήταν μια συναλλαγή επικίνδυνη να κάποια χρήματα αφού δεν θα υπήρχαν υποθήκες, αλλά αξιζε το ρίσκο, θα ήταν μια καλή και συμφέρουσα συμφωνία, εφόσον μέσα σε μια εβδομάδα μόνο θα έβγαζε καθαρό κέρδος μια ολόκληρη λίρα. Ετσι χωρίς πολλή σκέψη, δέχτηκε. Έδωσε τις πρώτες πέντε λίρες, και στην εβδομάδα πήρε έξι. Την επόμενη φορά ο Αλακάτης του εξήγησε ότι ο πελάτης ήθελε δέκα λίρες, θα επέστρεφε δώδεκα. Την τρίτη φορά το ποσό ανήλθε στις είκοσι, και το κέρδος στις τέσσερις λίρες. Ευχαριστημένος ο τοκογλύφος έτριβε τα χέρια, του άρεσε να έχει τέτοιους καλούς πελάτες.
Η επόμενη φορά όμως το ζητούμενο ποσό ανήλθε στις πενήντα λίρες. Ήταν μεγάλος ο αριθμός, και τεράστιο το ρίσκο. Το σκέφτηκε πολλη ωρα, στο τέλος νίκησε η απληστία. Έδωσε τα χρήματα και περίμενε με αγωνία την ημέρα της αποπληρωμής.
Ήρθε η μέρα, αλλά ήταν μια λυπητερή μέρα, αφού ο κουνουπιέρης δεν φάνηκε. Χάθηκε, εξαφανίστηκε, κάπου σίγουρα κρύφτηκε. Τον έψαξε μέρες πολλές χωρίς αποτέλεσμα, είχε χαθεί. Ξεγελάστηκε, το κατάλαβε.

Σε λίγο καιρό ο Αλακάτης αγόρασε το μικρό χωράφι στην  περιοχή της Βρέξης που είχε βάλει στο μάτι στην τιμή των πενήντα λιρών.