ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟΥ ΠΕΝΤΑΡΑΣ

Η κάθοδος της οικογένειας.
Το χωριό της Τάλας στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν ένα αγρόκτημα, που πήρε το όνομα απο τον ιδιοκτήτη, ένα Φράγκο πλούσιο γαιοκτήμονα. Μετά την κατάληψη της Κύπρου απο τους Βενετούς και ύστερα απο τους Τούρκους, το χωριό έμεινε να κατοικείται απο δυο τρεις οικογένειες που έβοσκαν τα κατσίκια τους πάνω στις βουνοπλαγιές του Αγίου Νεοφύτου. Η ζωή ήταν δύσκολη. Ένας εξ αυτών που βαρέθηκε τα κορφοβούνια και την συγκατοίκηση σε σπηλιές  ανθρώπων και ζώων, πήρε την οικογένεια του και ακολούθησε  το μονοπάτι δίπλα απο το αυλάκι το επονομαζόμενο της Ρήγαινας που έπαιρνε νερό απο την Τάλα στα Παλιόκαστρα στην Κατω Πάφο. Περνώντας απο την περιοχή της Χλώρακας του άρεσε η παραλιακή εύφορη γη που συνάντησε, εγκαταστάθηκαν εκεί, και ησχολήθησαν με την γεωργία. Η μετακοίνηση της οικογένειας εγινε κοντα στα1800 και αυτό το ξέρουμε απο αφηγήσεις γερόντων κατοίκων της Χλώρακας, που λένε για έναν εκ της οικογενείας, που όταν κατα το 1810, ένα καράβι φορτωμένο με πλούσιους επιβάτες, ενώ ερχόταν από τη Λεύκα και πήγαινε στους Αγίους Τόπους, στη περιοχή του Ακάμα έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή, και περνώντας στα ανοιχτά της Χλώρακας, τα κύματα το έριξαν πάνω στις ξέρες του Φερφουρή με αποτέλεσμα να βουλιάξει και να πνιγούν όλοι.
Το πλοίο οι ντόπιοι κάτοικοι το είπαν χρυσοκάραβο γιατί μετέφερε επιβάτες πλούσιους φορτωμένους χρυσαφικά. Η θάλασσα ξέβρασε όλα τα πτώματα στην ακτή της Χλώρακας και αφου περιμαζεύτηκαν οι νεκροί από τις διοικητικές αρχές, οι κάτοικοι βγήκαν στην παραλια για να περισυλλέξουν ότι πολύτιμο εναπόμεινε από το τραγικό ναυάγιο.
Το ίδιο έκαναν και δυο αδέρφια απο την οικογένεια που είχε έρθει απο την Τάλα. Ψάχνοντας βρήκαν ένα πτώμα κάποιου πνιγμένου που δεν είχε περιμαζευτεί και ήταν σφηνωμένο σε μια χάστρα, μισοσκεπασμένο από το νερό, ίσα που φαινόταν. Στην μέση είχε ζωσμένη μια ζώνη, που υπολόγισαν ότι ήταν γεμάτη λίρες. Ο ένας τους έσκυψε να την πάρει, αλλά μετακινώντας το πτώμα, βγήκε ένα ρόχος, ένας ήχος που του προκάλεσε τόσο μεγάλο φόβο, που σάλεψε το μυαλό του. Αρρώστησε, έπεσε σε κώμα, και σε τρεις μέρες πέθανε.
Τις λίρες τις πήρε ο αδελφός του, τις έκρυψε, και δεν τις ξόδεψε γιατί τις θεώρησε καταραμένες. Λέγεται ότι έβγαλε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού και τις έκτισε μέσα. Δεν τις πείραξε όσο ζούσε, όσες οικονομικές δυσκολίες και να συνάντησε, ώσπου πέθανε και πήρε το μυστικό μαζί του. Τον έλεγαν Σημαιών, και ένας εγγονός του ο Κωνσταντής, είναι αυτουνού που κόλλησαν το παρατσούκλι «Πενταράς» και το οποίον κληροδότησε σε όλες τις κατοπινές γενιές μέχρι και σήμερα.
Η ιστορία του Κωνσταντή.  
Σαν αποτέλεσμα του πολέμου και της καταστροφής που έφερε η τουρκική κατάκτηση, έπεσε στο νησί μεγάλη φτώχεια και δυστυχία και ο πληθυσμός αραίωσε. Οι βαριοί φόροι και η μεγάλη εκμετάλλευση του πληθυσμού από τους Τούρκους διοικητές προκάλεσαν μεγάλη δυσπραγία στους κατοίκους. Όταν το 1821 έγινε στην Ελλάδα η επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας αν και ο  Κυπριακός λαός δεν είχε δυνατότητα συμμετοχής εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης,  οι τουρκικές αρχές έκαμαν σκληρούς διωγμούς εναντίον όλων των Χριστιανών, και σημαντικός αριθμός ηγετικών παραγόντων, προυχόντων και εκκλησιαστικών αξιωματούχων εκτελέστηκαν.
Εν μεσω αυτών των συνθηκών ύστερα απο τα μέσα του 18ου αιώνα, ο Κωνσταντής εστάλει απο τους γονείς του ως μισταρκός σε ένα τσιφλίκι στην επαρχίας της Λευκωσίας. Η αμοιβή του ήταν πέντε παράδες την ημέρα, ένα πολύ ασήμαντο ποσό χρημάτων, αφου έως το 1879 στην Κύπρο χρησιμοποιείτο  η Τουρκική λίρα η οποία χωριζόταν (όπως και σήμερα) σε 100 γρόσια (πακίρες), και το κάθε γρόσι χωριζόταν σε 40 παράδες. Δηλαδή το μεροκάματο του ήταν το ένα όγδοο της πακίρας.
Οι Μισταρκοί ήταν είδος εργατών που κύρια ξενοδούλευαν για να εξασφαλίζουν τροφή, και χρησιμοποιούντο ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες τους φέρονταν σκληρά, και τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Επιπλέον, το αφεντικό εκμεταλλευόμενο την εξουσία του, είχε στη διάθεση του όποιες γυναίκες ήθελε, ενώ πολλές απο αυτές το επιζητούσαν για να έχουν την εύνοια του. Όλοι οι παραγιοί και οι μισταρκοι δούλευαν μέσα σε σκληρές συνθήκες, όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσαν τα βόδια, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με τη δουκάνη, και μετέφερναν τη σοδειά με βοϊδάμαξες.
Τις νύχτες ο Κωνσταντής κοιμόταν στο ασιερονάρι, όπου επίσης μέσα έβαζαν και τα ζώα όταν ήταν βαρυχειμωνιά. Μια τέτοια νύχτα, όπου ένα δαμάλι ήταν άρρωστο, έλαβε διαταγή απο τον αφέντη του, αν ακούσει το ζώο να ποφυσά, αυτό θα σήμαινε ότι θα ψοφούσε, και να το έσφαζε για να πάρουν το κρέας.
Κατά τα μεσάνυχτα άκουσε στον ύπνο του ξεφύσημα, σηκώθηκε πήρε το μαχαίρι, και έσφαξε το ζώο. Στα σκοτεινά και στον ύπνο όμως που ήταν, έκανε λάθος και αντί να σφάξει το άρρωστο δαμάλι, έσφαξε το πουλάρι. Όταν ανακάλυψε το μεγάλο του λάθος, φοβήθηκε πολύ και σκέφτηκε ότι έπρεπε να φύγει, ήταν όμως σκοτάδι και παλιόκαιρος, έτσι περίμενε να ξημερώσει.
Έπρεπε να κρυφτεί μήπως ο μάστρος του ξυπνήσει και ανακαλύψει τι εγίνηκε. Μέσα στο ασιερονάρι είχε μια ταπατσιά κρεμασμένη στο ταβάνι, σκέφτηκε να ανέβει να κατσει πάνω σ αυτήν ώσπου να ξημερώσει. Πάτησε από σακούλα σε σακούλα που ήταν γεμάτες άσιερο, και ανέβηκε πανω. Βολεύτηκε και ενώ ανέμενε το ξημέρωμα, έσπασε ένα σχοινί, η ταπατσιά έγειρε, ο Κωνσταντής έπεσε κάτω πανω στις σακούλες, κατρακύλησε και σταμάτησε για την κακή του τύχη πανω στο κρεβάτι που σ αυτό κοιμόταν ο μάστρος του με μια δούλα.
Δεν του έμενε άλλη επιλογή έτρεξε και βγήκε έξω στη βροχή και στο σκοτάδι, χωρίς τα πραγματα του, χωρίς την πλερωμή του,  πήρε των ομματιών του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Το τσιφλίκι ήταν έξω μακριά σε ακατοίκητη  περιοχή, περπατούσε όλη νύχτα και την άλλη μέρα και την παράλλη μέσα σε κρύο και βροχή, ώσπου ένα ξημέρωμα τον βρήκε να χτυπά πόρτες και να ζητά βοήθεια και εργασία. Ήταν ταλαιπωρημένος και μουσκεμένος ως το κόκαλο, κρύωνε, και τον είχε πιάσει σύγκρυο. Φαινόταν έτοιμος να καταρρεύσει, είχε κρυολογήσει βαριά. Όσες πόρτες και να χτύπησε, αυτές έμειναν κλειστές, δεν βρήκε ανθρώπου βοήθεια, ώσπου σε μια ερημιά στον δρόμο που οδηγούσε στην Λεμεσό, κάπου στην περιοχή του Κόρνου, κατέληξε σε ένα χάνι που το είχε ένας Τούρκος. Μπήκε μέσα έτοιμος να καταρρεύσει, και επιτέλους εκεί, βρήκε βοήθεια από τον Τούρκο πανδοχέα. Τούδωσε ρούχα στεγνά, τούδωσε φαί, τούδωσε κι ένα κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Ξεκουράστηκε ο Κωνσταντής, συνήλθε, και θέλοντας να ανταποδώσει στον καλό πανδοχέα την βοήθεια που έλαβε από αυτόν, του πρότεινε να τον βοηθήσει στις δουλειές του. Αυτός αφου άκουσε την ιστορία του Κωνσταντή, τον λυπήθηκε, και τον προσέλαβε στην δούλεψη του…
Το χάνι αποτελούσε σταθμό για τα καραβάνια, κατάλυμα για ανθρώπους και ζώα, χώρος που μπορούσε κάποιος να φάει, να πιει, να κοιμηθεί, ακόμα και να πουλήσει ή να αγοράσει προϊόντα, λειτουργούσαν ακόμη τα χάνια ως χαμαιτυπεία.
Πέρασαν οι μέρες και ο καιρός, ο Κωνσταντής σ αυτή τη δουλειά έμαθε πολλά, γνώρισε πολλούς, πιο πολύ του άρεσαν οι έμποροι πράχτες γιατί ήσαν οι πιο πλούσιοι απ όλους, είχαν τα πορτοφόλια τους γεμάτα εκείνες τις δύσκολες εποχές που χρήματα δεν υπήρχαν και οι συναλλαγές γίνονταν σε είδος και με ανταλλαγή προϊόντων. Παρακολουθούσε με πολλή ενδιαφέρον τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των εμπόρων που γίνονταν στο χάνι, έπιασε φιλίες μαζί τους, έμαθε πολλά μυστικά της τέχνης, και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κατά τη γνώμη του, έδωσε παραίτηση στο μάστρο του, και του εξήγησε ότι δεν θα χάνονταν, γιατί αποφάσισε να παει στην μακρινή Πάφο, στο χωριό του την Χλώρακα, και θα ενασχολείτο με το εμπόριο.
Πήρε των ομματιών του, και επέστρεψε πίσω στο χωριό του. Ασχολήθηκε με το επάγγελμα του πράτη και εμπορευόταν μετάξι, κουκούλια, τεράτσια και τεράτσομιλο, πίσσαν Παφίτικη, και σχοινιά απο κάνναβη. Φόρτωνε δυο γαϊδούρια εμπορεύματα, χρησιμοποιούσε και μια μούλα για τον ίδιο, και ταξίδευε για τη Λευκωσία δυο με τρεις φορές το χρόνο. Σταματούσε στο γνωστό χάνι και ύστερα κατέληγε στη μεγαλη πόλη όπου επωλούσε τα εμπορεύματα του.

 Ήταν ένα ταξίδι που διαρκούσε ένα μήνα και που κέρδιζε πολλά χρήματα. Παντρεύτηκε την Θεοδούλα, έκαμε τρία παιδιά, τους Νικόλα, Μαριτσού και Ελένη, και είχαν για σπίτι τους μια μικρή κάμαρη, δίπλα απο την μεγάλη αίθουσα της εκκλησίας στην κεντρική πλατεία. Του έμεινε το παρατσούκλι Πενταράς απο τους πέντε παράδες που έπαιρνε ως αμοιβή και το εχουν όλοι οι απόγονοι του μέχρι σήμερα. Ως πλούσιος που ήταν, πάντρεψε τον γιο του Νικόλα με την Χριστίνα Χριστοδούλου Σιαμμά, μια πλούσια και καθώς πρέπει κόρη, γόνο της πιο παλιάς και πιο πλούσιας οικογένειας της Χλώρακας. Έκαμαν οχτώ παιδιά, τους Δεσποινού, Φινιά, Ελένη, και πέντε αρσενικούς, τους Χαμπή, Γιωρκή, Ττοουλλή και Κυριάκο, οι οποίοι επίσης δημιούργησαν μεγάλες οικογένειες, με αποτελεσμα σήμερα να υπάρχει μεγάλο πλήθος κόσμου που φέρει το επώνυμο Πενταράς.