Ο ΓΙΩΡΚΟΣ ΟΨΙΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΩΘΚΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΡΚΟΥ

Τα Ζώθκια στην Κυπριακή λαλιά, είναι τα στοιχειά και τα ξωτικά που κυκλοφορούν στον κόσμο τις νύχτες και μέσα στα σκοτεινά ερημικά μέρη και λιβάδια, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται και δεν μπορούν να τα δουν.
Η λαϊκή παράδοση τα θέλει ως στοιχειακά πνεύματα που τριγυρίζουν τις νύχτες και όπου βρουν άνθρωπο να κοιμάται στο ύπαιθρο, κάθονται πάνω στο στήθος του και τον πλακώνουν. Είναι στοιχειά πηγαδιών, γιοφυριών, λιμνών, ρεματιών, και θαλασσών.  Είναι φίδια θανατερά,  θηρία που βγαίνουν από τη θάλασσα και δράκοι που κατοικούν σε λάκκους και φωτιστικά. Τα σώματα τους είναι άϋλα ή σκιές, αλλά κάποτε έχουν σάρκα και οστά.
Στον επερχόμενο θάνατο ένα στοιχειό του νερού είναι προάγγελος θανάτου και προειδοποιεί τους ανθρώπους με το μοιρολόι του μέσα στη νύχτα. Άλλες φορές, από πριν, πλένει τα ρούχα εκείνων που πρόκειται να πεθάνουν σε απόμερα σημεία ποταμών. Σε τόπους που δεν υπάρχουν λίμνες και ποταμοί, τα Ζώθκια κατοικούν μέσα σε πηγάδια και βγαίνουν τις νύχτες και παίρνουν τα ρούχα των ανθρώπων από τις κρεμάλες και τα κουβαλούν μέσα στους λάκκους που κατοικούν για να τα πλύνουν, προαναγγέλλοντας έτσι τον επερχόμενο θάνατο τους. Λέγεται ότι είναι κάτοχοι μιας γνώσης σύμφωνα με την οποία τίποτα στον κόσμο δεν πεθαίνει, αλλά όλα εξελίσσονται και ανανεώνονται για πάντα. Λέγεται ακόμα ότι ζουν μια παράλληλη ζωή σε σχέση με τους ανθρώπους. Γενιούνται, μεγαλώνουν, γερνούν, ασχολούνται με διάφορες εργασίες, συνήθως έχουν καλοσύνη, αλλά κάποτε έχουν κακία.
Συχνά συνδέονται με φώτα και λάμψεις, φωτιές και φλόγες μυστηριακές, που περαστικοί τις βλέπουν τη νύχτα στην ύπαιθρο.

Στη Χλώρακα λέγεται πως τα παλιά χρόνια ένα κακό Ζώθκιο στοίχειωνε τα χωράφια, κυρίως όσα ποτίζονταν και ήταν βρεγμένα και λασπωμένα από νερό. Ήταν ένα κακό στοιχειό που πείραζε και έκλεβε τους αφελείς γεωργούς όταν ξενυχτούσαν τις νύχτες και πότιζαν τα χωράφια τους. Γι αυτό το λόγο οι γεωργοί όταν τις νύχτες είχαν σειρά να πάρουν νερό από τις βρύσες που ήταν δημόσιες και να ποτίσουν τα χωράφια τους, δεν ξεπόρτιζαν μόνοι τους, αλλα παρέα με κάποιον δικό τους. Ακόμα και τις πολύ πρωινές ώρες, απέφευγαν να περνούν από τόπους που είχε ζώθκεια.
Το νερό που πότιζαν τα χωράφια στη Χλώρακα ήταν πάντα λιγοστό. Έσκαβαν στα χωράφια λάκκους, αλλά δεν εύρισκαν αρκετό, έτσι όσο τρεξιμιό υπήρχε από πηγές, το εκμεταλλεύονταν με ευλάβεια και με σειρά. Το διοχέτευαν μέσα σε λίμνες και κάθε λίγες ώρες το διαμοιράζονταν και πότιζαν τα χωράφια τους.
Ο Γιώρκος Όψιμος ένας συμπαθης και γραφικός χωρικός, ήταν βοσκός και γεωργός ταυτόχρονα, κάτι που πολύ συνηθιζόταν τις παλιές εποχές. Το σπίτι του ήταν πάνω στο χωριό, ενώ το χωράφι του κάτω από το χωριό, και πολύ ταχτικά πριν ο ήλιος ανατείλει, κινούσε να πάει να ποτίσει.
Μια μέρα που είχε σειρά να ποτίσει, σηκώθηκε ξημέρωμα, καβαλίκεψε τον γάιδαρο του να πάει στο χωράφι του. Λογάριαζε να ποτίσει, και ύστερα να σσιηνιάσει τα βόδια και να βοσκήσει τις αίγιες.
Έπιασε το στενό στρατί που περνουσε από το Αγίασμα του Αρχέγγελου Μιχαήλ και τη βρύση του Πύρκου, τόποι που λέγανε ότι κατοικούσαν Ζώθκια, και που οι αγράμματοι χωρικοί απέφευγαν ή δυνατόν. Ήταν ένα συντόμι που οδηγούσε στο χωράφι του, και δεν ήθελε να περπατήσει περισσότερο δρόμο. Εξ άλλου, ο ίδιος ισχυριζόταν πώς δεν φοβόταν τα ξωτικά, και περίπαιζε τους άλλους που πίστευαν σ αυτά τα παραμύθια.
Ενώ προχωρούσε λοιπόν καβαλικεμένος πάνω στο γαϊδούρι, άκουσε περπατησιές να τον ακολουθούν. Σκέφτηκε πως θάταν κάποιος χωριανός που βγήκε έξω νωρίς, να πάει στη δουλειά του. Σταμάτησε και γύρισε να δεί, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπε. Όμως ταυτόχρονα, σταμάτησαν οι πατημασιές να ακούγονται. Σκέφτηκε πως θα του φάνηκε, έτσι γύρισε μπροστά και λάκτισε με τις φτέρνες το γαιδαρο να ξεκινήσει. Ξεκίνησε ο γάιδαρος, ξεκίνησαν πίσω του και οι περπατησιές. Σταμάτησε να κοιτάξει, σταμάτησαν κι αυτές. Άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο νους του πήγε στα ζώθκεια, αλλά διατηρώντας τη ψυχραιμία του υπέβαλε στον εαυτό του ότι δεν υπάρχουν τέτοια. Γι αυτό σταμάτησε και πάλιν να ελέγξει, αλλά μαζί σταμάτησαν και οι πατημασιές.
Ποιός νάταν τέτοια ώρα που τον παρακολουθούσε, σκέφτηκε και ο νους του ασυνήδειτα, πήγε στα Ζώθκια που κατοικούσαν σ αυτή την περιοχή κατά πως έλεγαν οι χωριανοί. Γέλασε με τη σκέψη του και το φόβο του, σκέφτηκε ότι τον γελούσε η ιδέα του. Όσο και να προσπάθησε όμως να μείνει ψύχραιμος, η ανησυχία τον έπιασε και τον γέμισε φόβο.
Το νου του κυρίευσαν οι δεισιδαιμονικές ιστορίες που άκουγε από μικρός. Προσπάθησε να πειστεί ότι δεν τον ακολουθούσαν ξωτικά, όμως ήταν φανερό πλέον πως ένα στοιχειό τον ακολουθούσε.
Σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό του όσα γνώριζε για τα ξωτικά. Είχε ακούσει πως ήταν ανεράδες, στοιχειά και Λάμιες, πώς ήταν παράξενες υπαρξιακές μορφές που οι μύθοι και οι παραδόσεις έλεγαν ότι ζουν κάτω από τη γή μέσα σε σπηλιές και λαγούμια, και ότι έρχονται τις νύχτες στον πάνω κόσμο από υπόγεια ποτάμια νερού που αναβλύζουν στην επιφάνεια του εδάφους, καθώς και από πηγάδια ή φωτιστικά με νερό. Γι αυτό τις νύχτες οι άνθρωποι αποφεύγουν να περνούν από τόπους καταραμένους στους οποίους λέγουν ότι κατοικούν. Τώρα το μετάνιωσε που δεν πίστεψε, που δεν πήγε από άλλο δρόμο.
Όμως ήταν γενναίος, και με σφιγμένη την καρδιά μετά την αρχική του τρομάρα, κατέστρωσε ένα σχέδιο πώς να σκοτώσει το στοιχειό. Γνωρίζοντας καλά την περιοχή, συνέχισε το δρόμο του με τις περπατησιές να τον ακολουθούν. Λίγο πιο πέρα ο δρόμος έστριβε απότομα και σχημάτιζε ορθή γωνία. Ένας ψηλός τοίχος από ξερόλιθους ήταν κτισμένος στη μια πλευρά, ψηλότερος από το μπόι του. Εκεί λοιπόν άρπαξε μια μεγάλη πέτρα, και κρύφτηκε περιμένοντας. Η πέτρα ήταν ένα αιχμηρό αγκωνάρι, που με αυτήν θα σκότωνε το θεριό.
Μόλις είδε μια σκιά να ξεχωρίζει εμπρός του μέσα στο σκοτάδι, σήκωσε την πέτρα ψηλά και με όση δύναμη είχε, χτύπησε ανελέητα μια και δυο και τρεις φορές. Με ένα ξεψυχισμένο  μουγκρητό, η σκιά σωριάστηκε κάτω.
Ο Γιώρκος ο Όψιμος ανακουφισμένος και ευχαριστημένος, άφησε το ψοφισμένο ον να κείται στο χώμα, και συνέχισε το δρόμο του. Θα τέλειωνε νωρίς το πότισμα, και θα άφηνε τις άλλες εργασίες για αργότερα. Θα πήγαινε πρωτίστως στον καφενέ και θα έλεγε στους χωριανούς το κατόρθωμα του, και θα τους οδηγούσε στη σκηνή του παλιώματος για να το αποδείξει, καθώς ήταν σίγουρος πως δεν θα τον πίστευαν.
Μπήκε μες τον καφενέ, και καμαρωτός κάθισε σε ένα τραπέζι και παράγγειλε τον καφέ του. Περίμενε να μαζευτούν αρκετοί θαμώνες, και ύστερα άρχισε τη διήγηση του. Διανθίζοντας την με επιδεξιότητα και προσθέτοντας όσα ακόμα ο ίδιος ήθελε για να φανεί πόσο γενναίος ήταν, έκαμε τους χωριανούς να τον κοιτάζουν σαστισμένοι μη ξέροντας τι να πιστέψουν.
Τα έλεγε τόσο καλά και πιστικά, που αποφάσισαν όλοι να πάνε μαζί του να δουν το σκοτωμένο Ζώθκιο, και ύστερα να τον πιστέψουν.
Μα ξάφνου μέσα στο καφενείο μπήκε τρεχτή και αλαφιασμένη η γριά Ερωφίλλη. Αναστατωμένη και τρομαγμένη φώναζε πως κάποιος τρελός σκότωσε το μικρό πουλάρι της. Πως το βρήκε σκοτωμένο χτυπημένο με μια μεγάλη πέτρα που ήταν πλάι του αιματοβαμμένη, κάτω στη βρύση του Πύρκου...

Βαριά βουβαμάρα έπεσε στη στιγμή. Όλοι έμειναν άναυδοι καταλαβαίνοντας τη μεγάλη γκάφα του Γιώρκου του Όψιμου. Και ο ίδιος νιώθοντας μεγάλη προσβολή, ήθελε να ανοίξει το πάτωμα να τον καταπιεί. Με σκυφτό κεφάλι έφυγε από το καφενείο σκυθρωπός και ντροπιασμένος, και από το ρεζιλίκι του, δεν ξαναπήγε στο καφενείο για όλη την υπόλοιπη του ζωή.

Ο ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΣ

Γεννήθηκε στη Χλώρακα από ευσεβείς γονείς πιστούς λάτρεις της Χριστιανοσύνης που κατάφεραν να εμφυτεύσουν στην καρδιά του την ίδια αγάπη. Από μικρός ήθελε να ενδυθεί τα ράσα αφού αγαπούσε τα θεία και συνεπαιρνόταν από τη μυσταγωγία που ένιωθε όποτε από μικρός με τον πατέρα του κάθε Κυριακή πήγαιναν να λειτουργηθούν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας.
Όταν μεγάλωσε έγινε ένας ήρεμος άνθρωπος χαμηλών τόνων που κοίταζε την οικογένεια του και την εργασία του, αλλά που ακόμα είχε μέσα του την επιθυμία της ιεροσύνης. Οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε, και όταν τα χρόνια πέρασαν, πήρε απόφαση ότι θα έμενε παντοτινά απλός πολίτης, ένας απλός πιστός Χριστιανός. Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε στη Γεροσκήπου. Έκαμε κάμποσα παιδιά, που για να τα ζήσει έκαμνε διάφορες εργασίες δουλεύοντας σκληρά νύχτα και μέρα, αφοσιωθηκε εξ ολοκλήρου να τα αναγειώσει, να τα μεγαλώσει και να τα μορφώσει. Κάθε Κυριακή τους στοίβαζε όλους, σύζυγο και μωρά μέσα στο μικρό του αυτοκίνητο και πήγαιναν στην εκκλησιά της Παναγίας στη Χλώρακα όπου συναπαντιόνταν όλοι οι στενοί συγγενείς, γονείς, παιδιά και εγγόνια.
Αυτή η κατάσταση η ίδια ακριβώς, διαρκούσε για χρόνια και δεκαετίες, ήταν μια ρουτίνα που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί διαφορετικά. Ήταν μια συνήθεια που τον ευχαριστούσε, ήταν με αυτό τον τρόπο που ερχόταν σε άμεση επαφή με το Θεό όπως ο ίδιος πίστευε, έτσι αναπλήρωνε το κενό της μη πραγμάτωσης του ευγενούς ονείρου του. 
Αυτά μου έλεγε ένα βράδυ καθισμένοι στο καφενείο του χωριού, και εγώ τον παρηγορούσα λέγοντας του ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, και αν μέσα του ένιωθε καλός Χριστιανός και ενεργούσε Χριστιανικά, σίγουρα πνευματικά ήταν ανώτερος από πολλούς παπάδες.
Ο καιρός περνούσε, μια άλλη μέρα που συναντηθήκαμε και κάτσαμε να τα πούμε, τον άκουσα ξαφνιασμένος να μου λέει,
-αποφάσισα να πάω παπάς.
Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη, δεν πίστευα αυτό που άκουγα, διότι είχε στη ράχη του 50 χρόνια ηλικίας, μεγάλα παιδιά και εγγόνια. Του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατι πήρε αυτή την απόφαση, δηλαδή τώρα που ξεκινούσε η τρίτη του ηλικία, αποφάσισε να ιερωθει, να αρχίσει το διάβασμα για να μάθει να λειτουργεί, να ψάλλει και να ιερουργεί.
-Άκουσε μου, μου λέγει. Ήμουν στην εργασία μου και φύλαγα νυχτοφύλακας. Τις πρωινές ώρες περίπου ένα βράδυ, άκουσα πατημασιές να με πλησιάζουν. Υπέθεσα ότι ίσως να ήταν κάποιος κλέφτης, και του φώναξα να σταματήσει.
Αλλά πάλι τα βήματα ακούγονταν και με πλησίαζαν. Για δεύτερη φορά φώναξα σταμάτα, καμία απάντηση πάλι δεν έλαβα. Σήκωσα τον ασύρματο για να καλέσω βοήθεια, και αυτός έδειχνε να μην λειτουργεί.
Ξαφνικά, αντί για κλέφτη, βλέπω μπροστά μου να στεκει μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε λάμψη φωτός. Όπως τον είδα, δεν φοβήθηκα, γιατι αναγνώρισα στο πρόσωπο του την μορφή του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας που απεικονίζεται σε ένα εικόνισμα στο τέμπλο του ιερού στο παλιό ξωκλήσι του. Με ήρεμη φωνή με ρώτησε γιατι φοβάμαι να γίνω παπάς, αφού αυτό είναι το όνειρο της ζωης μου. Χωρίς να συνειδητοποιώ ποιον είχα απέναντι μου, του απάντησα ότι πέρασε ο καιρός και τα χρόνια μου ήταν τόσα πολλά, που δεν θα ήταν συνετή μια τέτοια απόφαση.
Μου είπε να μην φοβάμαι τα χρόνια, και με ρώτησε πόσα χρόνια θέλω ακόμα να ζήσω για να υπηρετήσω τα θεία τα οποία πρεσβεύω.
Γύρισε κα έφυγε, και ενώ έσβηνε το φως που τον περίελουζε, τον άκουσα να με παροτρύνει να γίνω τώρα παπάς, και να κυρηξω σε όλους να μετανοήσουν.
Όταν σε λίγο κατάλαβα ότι έγινε ένα θαύμα και μου φανερώθηκε ο Άγιος Στέφανος, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη και δακρυσμένος από χαρά και ευτυχία, σήκωσα τον ασύρματο για να βεβαιωθώ, και τον είδα να είναι σε λειτουργία. Είχε σταματήσει εκείνη την ιερή στιγμή που μου φανερώθηκε ο Άγιος, ήταν απόφαση του Θεού να σιγήσει τόσο όσο να μου μιλήσει ο Άγιος Στέφανος. Τώρα ήταν εντάξει, ήταν ένα σημάδι απόδειξη πώς η Άγια φανέρωση συνέβηκε στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία μου ή στο όνειρο μου. Πήρα την μεγάλη απόφαση τώρα, σ αυτή την ηλικία να ιερωθω, να αρχίσω το διάβασμα για να μάθω να λειτουργώ, να ψάλλω και να ιερουργώ.

Ο ΠΑΠΑΝΔΡΕΑΣ

Ο πατέρας του ήταν ένας ευσεβής ιερέας με υψηλά ιδανικά και ηθικές αρχές αφοσιωμένος στες Άγιες και ιερές παρακαταθήκες της Χριστιανικής πίστης. Αγαπημένος του προστάτης και Άγιος ήταν ο Απόστολος Ανδρέας που σύμφωνα με την παράδοση είχε ταξιδέψει μέχρι τις ανατολικές ακτές της Κύπρου με ένα καράβι και διδάσκοντας το θείο λόγο και κάνοντας πολλά θαύματα, έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο του Χριστού. Γι αυτόν τον αγαπημένο του Άγιο και θέλοντας να τον τιμήσει, ονόμασε τον αγαπημένο του γιο με το ίδιο όνομα.
Όσο μεγάλωνε ο Ανδρέας, η ζωή του ήταν κατά Κύριον και ευάρεστη εις τον Θεόν. Ζούσε αυστηρή ζωή, και σε νεαρή ηλικία γράφτηκε και σπούδασε στην Ιερατική σχολή Κύπρου. Παρέμεινε λαϊκός μέχρι τον θάνατο του πατέρα του, οπότε χειροτονήθηκε ιερέας και συνέχισε το Θεάρεστο έργο της δοξολογίας του Κυρίου ημών Χριστού και Θεού.
Η ζωή του ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης του. Με ένα πολύ πενιχρό μισθό εκείνους τους δύσκολους και πέτρινους καιρούς και έχοντας να συντηρήσει σύζυγο και παιδιά, αναγκαζόταν να εργάζεται ταυτόχρονα ως γεωργός, ένα επάγγελμα πολύ σκληρό, που δεν του άφηνε καθόλο χρόνο να αναπαύεται. Παρ όλα αυτά, αγαπούσε την εκκλησία και την υπηρετούσε πιστά, και την κλίση του προς τον Θεό και το Ευαγγέλιο την έδειχνε εμπράκτως. Η καρδιά του ευφραινόταν και αγαλλιούσε όταν τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές το μικρό παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο οποίο ιερουργούσε γέμιζε κόσμο και με κατάνυξη οι πιστοί τον παρακολουθούσαν να τελεί τη θεία λειτουργία. Ήταν η μεγαλύτερη του ευχαρίστηση γιατι ένιωθε ότι οι διδαχές του έπιαναν τόπο στις καρδιές των ανθρώπων και τους παρακινούσαν να συναθροίζωνται αθρόα στο μικρό εκκλησάκι… 
Μα ύστερα, δυστυχώς ακολούθησαν χρόνια δύσκολα, επήλθε Εθνικός διχασμός, ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο παρατάξεις και η εκκλησία διχάστηκε κι αυτή.
Τα μίση φώλιασαν στις καρδιές των ανθρώπων, ξέχασαν την πίστη τους και στράφηκαν εναντίον του Θεού, των εκκλησιών και του καλού ιερέα.
Τον κατηγόρησαν και τον διαπόμπευσαν, τον σπίλωσαν και τον ύβρισαν, τον έκαναν να αισθάνεται δυστυχής και τον έριξαν στη βάσανο της μοναξιάς και της απομόνωσης.
Πέρασε δύσκολες στιγμές καθότι κακοί άνθρωποι διέσπειραν κακολογίες και κατηγορίες εις βάρος του. Αποτέλεσμα η εκκλησία του άδειασε από πιστούς και παρέμεινε μόνος με την απελπισία να τον κατακλύζει και την στενοχώρια να τον βασανίζει. Στις προσευχές του παρακαλούσε το Θεό να τον φωτίσει τι να κάμει, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Ο καιρός περνούσε, συνέχιζε να πηγαίνει στο παρεκκλήσι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και να λειτουργεί μοναχός χωρίς εκκλησίασμα, ενώ πολλές φορές οι κακοί άνθρωποι που έχασαν την πίστη τους και η καρδιά τους γέμισε κακία και πολιτικό φανατισμό, του έκλειναν τον δρόμο και δεν του επέτρεπαν την είσοδο στο μικρό εκκλησάκι. Πονούσε η καρδιά του και διερωτοταν άν αυτός ήταν άδικος και οι άλλοι δίκαιοι. Ήταν απαρηγόρητος, αλλά με καρτερία υπέμενε τα δεινά και στις προσευχές του συνέχιζε να παρακαλεί τον Μιχαήλ Αρχάγγελο να του φανερωθεί και να του δώσει συμβουλή.
Ώσπου μια νύχτα ήρθε στ όνειρο του ο Αρχάγγελος και όπως στη γένεση του κόσμου κραύγασε το στώμεν καλώς, έτσι και τώρα του φώναξε, ότι εάν για τον άνθρωπο που γι αυτόν ο Θεός θυσιάστηκε, από αυτόν υβρίστηκε, ταπεινώθηκε, πόνεσε αλλά στο τέλος ονομάστηκε Σωτήρ, έτσι και αυτός δεν θα έπρεπε να κρίνει τον εαυτό του από τις πράξεις των άλλων, αλλά από τις δικές του, και στο τέλος σίγουρα θα ερχόταν η σωτηρία και η επιβράβευση-
Παίρνοντας θάρρος από την Αγγελική φανέρωση, αποφάσισε να ψάξει άλλους τόπους για να συνεχίσει το λειτούργημα στο οποίο είχε ταχθεί.
Έτσι μια σκυθρωπή μέρα κάποιου Φθινοπώρου, επιβιβάστηκε με την οικογένεια του σε ένα επιβατικό πλοίο και εγκατέλειψε το νησί του. Πήγε στη μακρινή χώρα της Ελλάδας όπου αναζήτησε και βρήκε εργασία σε ένα μακρινό χωριό των συνόρων. 
Με πολλή υπομονή, εγκαρτέρηση, όρεξη και πείσμα, αφοσιωθηκε στο θείο εκκλησιαστικό  του έργο, και πολύ σύντομα είδε με ευχαρίστηση το εκκλησίασμα σιγά σιγά να πληθαίνει και να γεμίζει την εκκλησία. Ένιωθε ευχαριστημένος. Βολεύτηκε οικογενειακά σ ένα ευρύχωρο σπιτάκι που του παραχώρησαν, και η αμοιβή του ήταν καλή. Περνούσε μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, και  ταυτόχρονα με την εργασία του, γράφτηκε στο Ποιμαντικό τμήμα του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σπουδάζοντας και παίρνοντας πτυχίο Θεολογίας.
Ήταν ευχαριστημένος και πεπεισμένος ότι ο Αρχάγγελος που του φανερώθηκε εκείνη τη νύχτα στ όνειρο του, τον έβγαλε από τη μοναξιά της απομόνωσης και τον βοήθησε να βρει νέο ποίμνιο, ίσως καλύτερο από το προηγούμενο.
Τα χρόνια περνούσαν και ο καλός ιερέας μορφωμένος πλέον με δίπλωμα πανεπιστημίου και με τη χάρη και φώτιση του Θεού, έγινε ένας πολύ σπουδαίος και σεβαστός κήρυκας του Ευαγγελίου. Έπρεπε να μην έχει κανένα παράπονο, όμως μέσα του η νοσταλγία τον έτρωγε και οι θύμισες του τόπου που γεννήθηκε τον τραβούσαν και τον έκαναν να νοσταλγεί ακόμα και τους κακούς ανθρώπους που τον διαπόμπευσαν. Όσοι έζησαν στη ξενιτιά ξέρουν από νοσταλγία, και είναι άνθρωποι που αγαπούν την πατρίδα τους περισσότερο από τους άλλους, είναι ο λόγος της απομάκρυνσης τους από αυτούς που αγάπησαν, και από αυτούς που συνδέθηκαν με τον κάθε τρόπο. Όμως δεν του πέρασε η σκέψη της επιστροφής καμιά φορά, αφού είχε φτιάξει μια καινούργια ζωή στα ξένα μέρη, μια ζωή καλή που παράπονο κανένα δεν είχε, παρά μόνο μεγάλη ευχαρίστηση είχε.
Ήταν ένα πρωινό καλοκαιρινό, πρωί με το χάραμα σκούντησε τη γυναίκα του που ακόμα κοιμόταν, και της είπε να ετοιμαστούν και θα γυρίσουν πίσω στο χωριό τους, στον τόπο τους, στα μέρη που γεννήθηκαν και αναγιώθηκαν. Η γυναίκα του έμεινε σαστισμένη να τον κοιτάζει αγουροξυπνημένη, αλλά βλέποντας το φωτισμένο πρόσωπο του να λάμπει από αποφασιστικότητα, δεν μίλησε, παρά μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ήξερε καλά τον άντρα της, ήξερε το σαράκι της νοσταλγίας που τον έτρωγε, και τη στιγμή αυτή την περίμενε από πάντα, ήταν σίγουρη ότι θα ερχόταν.
Φόρτωσαν τα πράγματα τους σε ένα φορτηγό πλοίο της γραμμής και επέστρεψαν. Ο Εθνικός διχασμός είχε τελειώσει και οι άνθρωποι ηρέμησαν και μετανόησαν, γιατι η διχόνοια που τους προέκυψε επέφερε πολλά δεινά στον τόπο τους. Βρήκαν ευκαιρία και αιτία οι βάρβαροι Τούρκοι και εισέβαλαν πάνοπλοι σφάζοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας και κατακτώντας το μισό νησί.
Το 1987 λοιπόν, επιστρέφει στην Κύπρο και αναλαμβάνει την ενορία της Χλώρακας. Ταυτόχρονα  διορίζεται ως καθηγητής Θεολογίας και διδάσκει σε διάφορα Γυμνάσια. Από τότες μέχρι και σήμερα 2012, υπηρετεί με περηφάνια και προσφέρει με επιτυχία τις ποιμαντικές του υπηρεσίες στην κοινότητα της Χλώρακας. Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας τις Κυριακές γεμίζει ασφυκτικά, οι πιστοί τον σέβονται και τον θεωρούν πρότυπο ιερέως που με τη μεγάλη του μόρφωση και την πολύχρονη του πείρα, εμπεδώθηκε στις καρδιές τους και με κατάνυξη ζητούν την ευλογία του και τη συμβουλή του.


Τώρα σε μεγάλη ηλικία πλέον, κάποτε μόνος του καθισμένος στο καφενείο του χωριού του, αναπολεί και φέρνει στη θύμηση του όλα τα περασμένα. Νιώθει δικαιωμένος και ευχαριστημένος και μια απέραντη ευγνωμοσύνη στον Άγιο Αρχάγγελο που του φανερώθηκε στον ύπνο του και τούδωσε κουράγιο και εγκαρτέρηση τις δύσκολες εποχές που τον είχε ανάγκη. Σε λίγες μέρες ξέρει, είναι η γιορτή του και όπως κάθε φορά λογαριάζει να τον δοξολογήσει μεγαλόπρεπα καθώς του αρμόζει.

Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

Το 1878 τέλειωσε η Τουρκική κατοχή της Κύπρου, μια περίοδος μαύρων αναμνήσεων από τους μεγάλους κατατρεγμούς των Χριστιανών,  και άρχισε μια άλλη τυρρανία, η εποχή της Αγγλοκρατιας που ήταν μια περίοδος στυγνής διακυβερνήσεως που σε όλη την περίοδο της,  η καταστολή των βασικότερων δικαιωμάτων του Κυπριακού λαού ήταν συνεχής.
Ενώ ο Κυπριακός λαός τους υποδέχτηκε σαν ελευθερωτές, οι Άγγλοι αποικιοκράτες αποδείχτηκαν μια άλλη συνέχεια στυγνών κατακτητών μετά τους Τούρκους.
Με την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου δόθηκαν από τους Εγγλέζους υποσχέσεις για παραχώρηση αυτοδιάθεσης άμα τη λήξη του πολέμου, και οι Κύπριοι πιστεύοντας τους,
κατατάχθηκαν μαζικά στον Αγγλικό στρατό και πολέμησαν εναντίον των Γερμανών και των συμμάχων τους. Με την λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου όμως, η άρνηση της εκπλήρωσης των υποσχέσεων τους, φούντωσε και θέριεψε στις καρδιές των Ελληνοκυπρίων τη διάθεση για αποτίναξη του Βρετανικού ζυγού.
Το 1954, ύστερα από προσεχτική προετοιμασία, η Κυπριακή εκκλησία με αρχηγό το Μακάριο κάλεσαν τον Γρίβα Διγενή στην Κύπρο που φτάνοντας κρυφά αποβιβάστηκε στις ακτές της Χλώρακας όπου από εκεί ξεκίνησε το δύσκολο έργο της οργανώσεως του αγώνα με στρατολόγηση κυρίως νέων από τις τάξεις των χριστιανικών οργανώσεων και την εκπαίδευσή τους στον αντάρτικο αγώνα, ιδρύοντας έτσι την ΕΟΚΑ. Με νεαρά κυρίως παλικάρια να απαρτίζουν την οργάνωση, την 1η Απριλίου 1955 ξεκίνησε η ένοπλη εξέγερση ενάντια στην κατοχική τυραννία των Βρετανών. Με ανατινάξεις και επιθέσεις σε στρατιωτικές βάσεις και αστυνομικούς σταθμούς, άρχισε ο αγώνας.
Οι κατακτητές αντέδρασαν με βία και σκληρότητα. Με συλλήψεις και βασανιστήρια, με δίκες παρωδίες και με απαγχονισμούς και άλλα που νόμιζαν ότι θα έκαμπταν το ηθικό των παλικαριών της ΕΟΚΑ, δοκίμασαν να καταστείλουν την μεγάλη επανάσταση, όμως δεν τα κατάφεραν, με αποτέλεσμα την τελική ήττα τους από ένα μικρό, αλλά μεγάλο σε ψυχή λαό.
Επειδή η Χλώρακα ήταν ο τόπος που ξεκίνησε η στρατολόγηση αγωνιστών, οι Εγγλέζοι έστησαν στρατόπεδα εντός και εκτός του χωρίου για να ελέγχουν απόλυτα τες κινήσεις των χωριανών. Με μπλόκα, κέρφϊου και ταχτικές συλλήψεις πάντα των ίδιων στοχευμένων ανθρώπων, αυτών που υποψιάζονταν ή είχαν πληροφορίες, προσπαθούσαν δι ασφυκτικής πιέσεως και καταπιέσεως να καταστείλουν τον αγώνα τους. Συνελάμβαναν αμούστακα παλικάρια και τα οδηγούσαν στις φυλακές και στα κρατητήρια. Τους βασάνιζαν και τους εξευτέλιζαν, τους άφηναν νηστικούς και διψασμένους για μέρες προσπαθώντας να εκμαιεύσουν ακόμα και ψεύτικες ομολογίες, αλλά και να τους κάμουν να φοβηθούν.
Όμως στα παλικάρια μέσα τους, ήταν εμποτισμένη η ιδανικότερη ιδεολογία της πατρίδας και της ελευθερίας, και έχοντας μέσα τους τη σπίθα των Σπαρτιατών και των άλλων προγόνων τους, χωρίς φόβο για θάνατο και βασανιστήρια, συνέχιζαν την προσφορά τους υπέρ πίστεως και πατρίδας.   
Οι αμέτρητες συλλήψεις και τα πολεμικά γεγονότα ήσαν απειράριθμα και πολλά εξ αυτών έχουν καταγραφεί, πολλά όμως δεν έχουν δυστυχώς καταγραφεί, και όταν όλοι οι αγωνιστές θα φύγουν από τη ζωή, πολλά θα σβήσουν και θα ξεχαστούν. Υπάρχουν περιστατικά που διηγούνται για μεγάλες αντοχές στα βασανιστήρια, περιστατικά για ενέδρες και συλλήψεις, υπάρχουν όμως και συμβάντα που σε όποιον συνέβησαν τα ενθυμείται με νοσταλγία και χαμόγελο, άσχετα αν εκείνες τις συγκεκριμένες ώρες, φώλιαζε η αγωνία στην καρδιά τους.
Ήτανε ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ο Αντωνής Μαυρονικόλας λογάριαζε να πάει να προσκυνήσει και να λειτουργηθεί στο μικρό εκκλησάκι στην άκρη του χωριού, και ύστερα να ροβολήσει την κατηφοριά, να πάει στο χωράφι κάτω στο γιαλό, να ποτίσει τα λάχανα και τα οπωρικά, καθώς για ζήση είχε το επάγγελμα του γεωργού. Όπως κάθε Χριστιανός πίστευε μετα φόβου Θεού πίστεως και αγάπης, ειδικά εκείνους τους δύσκολους καιρούς που ζούσαν υπό τα δεσμά των κατακτητών, το ίδιο και ο Αντωνής ήταν ένας πιστός που γαλουχήθηκε με τις ορθόδοξες Χριστιανικές καταβολές. Πίστευε πολύ στο Θεό και είχε για προστάτη του Άγιο τον Άη Νικόλα της Χλώρακας που το αρχαίο εκκλησάκι του ήταν κτισμένο από βοσκούς πρωτινούς, πάνω σε ένα γκρεμό αγναντεύοντας τη θάλασσα εδώ και 1300 χρόνια.
Ο Αντωνής ήταν κοντά είκοσι ενός χρονών, σχεδόν αμούστακο παλικάρι με λίγες τρίχες στο πρόσωπο, αλλά πολλή παλικαριά μέσα στην καρδιά. Είχε μυηθεί στον αγώνα και ήταν μέλος σε ομάδες στήριξης, δηλαδή αποτελούσε σύνδεσμο για μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού καθώς και αργότερα μέλος σε μαχητικές ομάδες κρούσεως και εκτελεστικού στη Χλώρακα. Ανήκε στις πρώτες ομάδες που απετέλεσαν τον πυρήνα της οργάνωσης της ΕΟΚΑ, και ομαδάρχης του ήταν ο Μιχαλάκης Παπαντωνίου ο οποίος ήταν μέλος της πρώτης ομάδας που παρέλαβε τον Διγενή στις 10 Νοεμβρίου 1954, και αργότερα συνελήφθει με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της Χλώρακας κοντά στην ακτή «Ροδαφίνια» όταν ξεφόρτωναν δυναμίτιδα από το πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος».
Ήταν ένα χειμωνιάτικο παγερό πρωινό, πήγαινε περπατητός για τη δουλειά του. Ξεκίνησε πολύ πρωί, θέλοντας να αποφύγει συναπαντήματα που θα τον εξέθεταν, γιατι στη πούγκα του είχε σφαίρες που θα τις παρέδιδε σ ένα συνάδελφο του αγωνιστή, τον Κόκο Ταπακούδη για να τις μετέφερνε στην Τάλα και να τις παρέδιδε στον Κκέλη και στον Μιρτή, δυο άλλους αγωνιστές που αργότερα είχαν σκοτωθεί από τους Εγγλέζους σε μάχη που δόθηκε κατά τη διάρκεια πολιορκίας του κρυσφηγέτου τους
Στη πούγκα του σακακιού του είχε ακόμα, ένα μικρό χαρτάκι σημείωμα με κώδικα, μια διαταγή της οργάνωσης για μια προοριζόμενη αποστολή. Αν τον συνελαμβαναν με όλα αυτά, σίγουρα μια ήταν η καταδίκη. Απαγχονισμός. Με αυτές στις σκέψεις, περπατούσε γρήγορα θέλοντας να αποφύγει όλους τους ανθρώπους, να πάει στα γρήγορα να προσκυνήσει στον Άη Νικόλα και εκεί να παραδώσει ότι κουβαλούσε, και ύστερα να κινήσει για το χωράφι του.
Περνώντας από το καφενείο του Κώστα Ταπακούδη, του έδωσε η μυρωδιά του καφέ, και τον λιγουρεύτηκε. Δεν σκέφτηκε να σταματήσει, αλλά ο κουμπάρος του ο Χαμπής, ο γιος του καφετζιή, του έβαλε μια φωνή, να κοπιάσει να τον κεράσει καφέ. Πήγε ο άμοιρος, και πριν προλάβει να πιει μια ρουφηξιά καφέ, μπούκαραν μέσα οι Εγγλέζοι και τους έστησαν στον τοίχο για έρευνα.
Η καρδιά του πήγε να σπάσει, ήξερε, ήταν το τέλος. Με ότι θα εύρισκαν πάνω του, σίγουρα θα τον συνελάμβαναν, σίγουρα θα τον βασάνιζαν, και σίγουρα θα τον σκότωναν. Έμεινε να τους κοιτάζει τρομαγμένος και να καταριέται την απόφαση του να πιει καφέ. Τους κοίταζε, και το μόνο που μπόρεσε να κάμει, ήταν μια προσευχή, που ήρθε στο στόμα του αυθόρμητα,
-Άη Νικόλα βοήθα με.
Ο Άη Νικόλας τον βοήθησε, ήταν σίγουρος ότι είχε γλυτώσει, αφού πίσω από τους Εγγλέζους στρατιώτες είδε να μπαίνουν μερικοί Τούρκοι αστυνομικοί με αρχηγό τους τον Κκεμάλη, ένα νεαρό Τουρκόπουλο από τον Μούτταλο που μαζί του είχε φιλίες παιδικές. Παλιότερα συναντιόνταν σχεδόν καθημερινά, καθώς το χωράφι του σχεδόν συνόρευε με τη Τούρκικη συνοικία του Μουττάλου. Ερχόταν και τον βοηθούσε στο μάζεμα των καρπών από το περβόλι, και κάθε φορά τον φόρτωνε πραμάτεια να πάρει στο σπίτι του που είχε να ζήσει σύζυγο και τρία κουτσούβελα. Είχε καιρό να τον δει, και ξάφνου τον είδε ντυμένο με στολή αστυνομικού, και στο χέρι να έχει τρία νησιάνια. Θυμόταν που του έλεγε ότι σκεφτόταν να γραφτεί αστυνομικός στους Εγγλέζους, και ο ίδιος τον παρότρυνε να μην το κάμει γιατι ήταν επικίνδυνο. Και νάσου τον τώρα μπροστά του, με ύφος αυστηρό και ένα μεγάλο πιστόλι στην κόξα, να προχωρά προς το μέρος του. Τον κοίταζε στα μάτια σκληρά, αλλά ο Αντωνής ένιωθε ανακούφιση, τον έβλεπε σαν Άγγελο σταλμένο από τον Άη Νικόλα, ήταν σίγουρος ότι ο παλιός του φίλος θα έβρισκε τρόπο να τον καλύψει.
Με τα χέρια ψηλά ακουμπισμένα στον τοίχο όπως ήταν, ο Κκεμάλης τον ερεύνησε εξονυχιστικά. Δείχνοντας υπέρμετρο ζήλο, του έψαξε ακομα τις καλτες και τα παπουτισα, και τελειώνοντας έγνεψε στους Εγγλέζους στρατιώτες ότι ήταν εντάξει, δεν είχε τίποτα πάνω του, τους είπε. Τον προσπέρασε και συνέχισε με τους άλλους.
Μια γλυκεία ανακούφιση τον έλουσε, εκεί που ήταν σίγουρος ότι ήρθε το τελος, όλως αναπάντεχα άλλαξε η κατάσταση, ο Άη Νικόλας, τον βοήθησε.
Αφού όλοι οι θαμώνες ερευνήθηκαν, όπως πάντα, οι Άγγλοι στρατιώτες ξεχώρισαν μερικούς και αναγκάζοντας τους να έχουν ψηλωμένα τα χέρια, τους έσπρωξαν μπροστά, και τροχάδην τους κατεύθυναν προς τα φορτηγά αυτοκίνητα όπου τους επιβίβασαν για να τους οδηγήσουν στο στρατόπεδο για περαιτέρω ανάκριση.
Ανάμεσα σε αυτούς, ο Αντωνής, χωρίς ακόμα να συνέλθει από την ευχαρίστηση που ένιωθε και την ευγνωμοσύνη που αισθανόταν για τον Τούρκο φίλο του, χωρίς φόβο πλέον στην καρδιά, σκεφτόταν πώς να απαλλαγεί από τις σφαίρες και το σημείωμα της ΕΟΚΑ που είχε στις τσέπες του.
Τώρα, ύστερα από 65 χρόνια, καθισμένοι και οι δυό μας στο ίδιο καφενείο που συνέβηκε το περιστατικό, σε συνέχεια μου διηγείται το τέλος της ιστορίας, ενώ οι αναμνήσεις τον κάνουν να αναπολεί τα χρόνια εκείνα τα δοξασμένα, που μια χούφτα γενναίων ανθρώπων τα έβαλαν με την κραταιά Βρετανική αυτοκρατορία κατορθώνοντας το ακατόρθωτο. Να την νικήσουν. Με το πρόσωπο του φωτισμένο από τις ένδοξες εκείνες θύμισες, συνέχισε να μου λέει,

-Σκεφτόμουν πώς να απαλλαγώ από τις σφαίρες, και ενώ έτρεχα με τα χέρια ψηλωμένα, μου ήρθε φώτιση από τον Άη Νικόλα. Όταν φτάσαμε στα αυτοκίνητα και κατεβάσαμε τα χέρια για να μπούμε σ αυτά, έβαλα το δεξί μου χέρι στη τσέπη με τις σφαίρες, και βάζοντας όση δύναμη είχα στο δάχτυλο μου, ξέσχισα τη φόδρα της τσέπης που ευτυχώς ήταν κομμένη από την πολυκαιρία, και άφησα μια μια τις σφαίρες να πέσουν στο έδαφος και να χαθούν μέσα στο χώμα της πλαταίας. Ύστερα πάνω στο αυτοκίνητο, με τρόπο έβγαλα το μικρό χαρτάκι και το έβαλα στο στόμα, που βρέχοντας το με το σάλιο μου, το κατάπια ευτυχώς χωρίς δυσκολία… Μας πήραν στο «Δασούϊ», το κεντρικό στρατόπεδο τους στην Πάφο όπου μας κράτησαν για 17 μέρες… Ήταν δύσκολοι καιροί, άλλες εποχές, αλλά και σε αυτή μου την ηλικία, τώρα, αν μου το ξαναζητήσει η πατρίδα, και πάλιν είμαι έτοιμος τρέξω να αγωνιστώ… 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Ενα ιστορικό μνήμης και τιμής
Όταν η Ελλάς μπήκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, παραλήρημα ενθουσιασμού εξαπλώθη στην Κύπρο, και νέοι απ όλο το νησί έτρεξαν να στρατευθούν. Περισσότεροι από 30.000 Κύπριοι κατετάγησαν στο Κυπριακό σύνταγμα υπό την διοίκηση  Άγγλων ως εθελοντές για να πολεμήσουν τούς Γερμανούς. Εξ αυτών 30 ήσαν Χλωρακιώτες, και ένας, ο Μενέλαος Αριστείδης από το 1939 πρώτος απ όλους κατετάγει και μετεφέρθει πρώτα στην Αίγυπτο για εκπαίδευση και ύστερα στην Ελλάδα όπου έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Με αγάπη και ενθουσιασμό, μαζί με τους άλλους Έλληνες προσέτρεξε για να πράξει το καθήκον του απέναντι των ανθρώπων. 
Σε ατμόσφαιρα ηρωική και με αναβαπτισμένο το  πνεύμα, μέσα στο μεθύσι των μαχών, χωρίς να λογαριάζει τις ταλαιπωρίες του πολέμου έπραξε ακέραια το καθήκον του, πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στον Φασισμό πρώτα του Μουσολίνι, και ύστερα του Χίτλερ. 
Όταν η Ελλάς ηττήθει από τους Γερμανούς, όσοι Κύπριοι δεν αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό, πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης και στην Αίγυπτο, ή παρέμειναν στην Ελλάδα και πήραν μέρος στην Αντίσταση. Η Κύπρος έγινε εκείνη την εποχή καταφύγιο χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων και Άγγλων στρατιωτών. Ο Μενέλαος Αριστείδου τις τραγικές ήμερες του 1941 της παράδοσης της Ελλάδος στους Γερμανούς, υπηρετούσε στην Καλαμάτα. Μαζί με άλλους πατριώτες επιβιβάσθει σε Αγγλικό πολεμικό πλοίο και μετεφέρθησαν στην Αίγυπτο όπου εκεί εσυνέχισαν την αντίσταση τους ενάντια στον Χιτλερικό φασισμό. Το καλοκαίρι του 1942 ο Άξονας υπό την αρχηγία του Ρόμελ εισέβαλε στην Αίγυπτο με σκοπό την κατάληψη της διώρυγας του Σουέζ. Οι Βρετανοί στη προσπάθεια τους να σταματήσουν την επέλαση, ανεπτύχθησαν και οχύρωσαν τη περιοχή γύρω από το Ελ Αλαμέιν. Εκεί διεξήχθησαν δύο μεγάλες μάχες, η πρώτη τον Ιούλιο, και η δεύτερη τον Οκτώβριο του 1942. Στην πρώτη μάχη σταμάτησε προσωρινά η επέλαση των δυνάμεων του Άξονα στην Αίγυπτο, ωστόσο με μεγάλες απώλειες καθώς σκοτώθηκαν πάνω από 13.000 στρατιώτες των Συμμάχων και 17.000 στρατιώτες του Άξονα, Ιταλοί κυρίως.  Στη Δεύτερη μάχη μετά από πολλές συγκρούσεις και μεγάλες απώλειες, 13.500 για τους Συμμάχους, 30.000 για τον Άξονα, οι δυνάμεις του Άξονα υποχώρησαν στην Τυνησία
όπου και οι εναπομείναντες στρατιώτες παρεδόθησαν στους συμμάχους στις αρχές του 1943.

Οι μάχες της Ερήμου ήταν πολύ δύσκολες, περπατούσαν μέσα στην Έρημο τεράστιες αποστάσεις, οι μάχες αδυσώπητες, πολλοί ήσαν που άφησαν την ζωή τους μέσα στην καυτή έρημο ειτε γιατί είχαν χαθεί, ή σκοτωθεί. Ήταν πορείες αναγνώρισης και διείσδυσης στις περιοχές του εχθρού που διαρκούσαν πολλές ημέρες και εβδομάδες. Σε δυο πορείες αναγνώρισης, μια στην πρώτη μάχη και άλλη στην δεύτερη, η διμοιρία του Μελή Αριστείδου χάθηκε,  πέρασε ένας μήνας περίπου την κάθε φορά χωρίς σημεία αναφοράς, όλοι υπολόγισαν ότι σκοτώθηκαν ή πέθαναν χαμένοι στην αχανή έρημο. Κηρύχτηκαν ως απολεσθέντες, εστάλει δε επίσημος επιστολή στις οικογένειες τους ότι ήσαν αγνοούμενοι. Και τις δυο φορές η διμοιρία επέστρεψε στη βάση της και στο τάγμα όπου ανήκε, αλλά ήταν ένα τεράστιο βάσανο για τις οικογένειες αυτών των ανθρώπων όπου κατά την διάρκεια λίγων μηνών, πληροφορήθηκαν δύο φόρες ότι οι άνθρωποι τους ήσαν αγνοούμενοι πολέμου, κάτι που ήταν απολύτως σίγουρο για όλους ότι αυτό σήμαινε δεν ευρίσκονταν εν ζωή. Τέλειωσε ο πόλεμος, επέστρεψαν οι αγωνιστές ήρωες στα σπίτια τους με μονο κέρδος αμέτρητα παράσημα και μνείες γενναίου πολεμιστή, χωρίς άλλο κέρδος, είχαν μέσα τους όμως καμάρι ότι έλαβαν μέρος σε ένα Επικό αγώνα που όμοιος του δεν ξανάγινε στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός της φυλής η κινητήρια δύναμη που τους έκαμε να συντρέξουν στα πολεμικά μέτωπα της μητρόπολης πατρίδας, ήταν και ο πόθος μαζί με την ελπίδα να συμπορευθούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό.

Ο ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΟΥΘΚΙΟΥ

Σε κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι ζουν, πάντα υπάρχουν αυτοί που ξεχωρίζουν, αυτοί που είναι αγαπητοί, ή ακόμα και το αντίθετο, είναι όμως που με τον τρόπο τους εμπεδώνουν την προσωπικότητα τους με αποτέλεσμα να είναι όπως η βούλα στο χαρτί που χωρίς αυτήν κανένα έγγραφο δεν έχει αξία.
 Έτσι και οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα στο επίκεντρο κάθε μεγάλης ή μικρής κοινωνίας, είναι πάντα αυτοί που καθορίζουν την μοίρα των άλλων χωρίς να κατέχουν θέσεις και αξιώματα, το πετυχαίνουν απλά γιατί είναι αυτοί που είναι.
Ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους ένας, ήταν ο Χριστοφής του Αντρεουθκιού που έζησε τις δύσκολες δεκαετίες του πολέμου με τους Εγγλέζους, του Χουντικού πραξικοπήματος, και ύστερα της Τούρκικης εισβολής.
Ο Χριστοφής ήταν γιός του Αντρεουθκιού του κασάπη ο οποίος είχε πολυμελή οικογένεια, την ίδια πολυπληθή οικογένεια δημιούργησε και ο ιδιος αργότερα όταν παντέφτηκε την κόρη του παπά του χωριού.
Η Χλώρακα εκείνες τις εποχές ήταν μια άγνωστη μικρή κοινότητα. Ήταν χρόνια πέτρινα και μίζερα, και αυτός πάσκιζε με πολλή κόπο και μανία να κάμει τα δύσκολα να γίνουν πιο υποφερτά. Έτσι τον θυμούνται οι απόγονοι του και όλοι οι χωριανοί από τον θάνατο του και μετά, όταν ξαφνικά από ενωρίς πέθανε στα 63 του χρόνια. Όλοι τον θυμούνται που πάντα χαμογελαστός με τη μεγάλη του στωικότητα αντίκριζε τα δύσκολα, τα υπέμενε, δεν τα έβαζε κάτω, και ξανά απ την αρχή ξεκινούσε με πλώρη την ελπίδα που είχε πάντα μέσα του, που ήταν αυτή που τον έκαμνε να είναι αισιόδοξος αλλά και φιλόσοφος. Μιλούσε πάντα με μια γαλήνια ηρεμία, έβλεπε τα πράγματα αισιόδοξα, έτσι ώστε παρέσερνε με τον δικό του τρόπο όλο τον κόσμο γύρω του να είναι σαν κι αυτόν.  
Μαθαίνοντας την τέχνη από τον κύρη του συνέχισε το ίδιο επάγγελμα, αλλά επειδή οι καιροί ήταν φτωχικοί, ο κόσμος έτρωγε κρέας μόνο το Πάσχα. Τα έσοδα του ήταν πενιχρά, γι αυτό σκεφτόταν τι άλλο να έκαμνε για το μεροκάματο, σκέφτηκε ώσπου του ήρθε μια ιδέα, άλλη δουλειά που του ταίριαζε, ήταν του ταβερνιάρη. Νοίκιασε λοιπόν ένα φτηνό μαγαζάκι και έβαλε μέσα λίγες καρέκλες και τραπέζια, τοποθέτησε έξω στην αυλή μια φουκού και ανάβοντας την έβαλε πανω στα κάρβουνα να γυρίζουν δυο σούβλες με το καλύτερο του κρέας.
Στους υστερότερους καιρούς όπως ο ίδιος διηγιόταν συχνά, Θυμάται την πρώτη φορά που ενώ ψηνόταν η σούβλα με μια μπύρα στο χέρι, αυτός στεκόταν και σκεφτόταν τι ωραία που μύριζε, αν δεν είχε πελάτες θα έκανε ζεύκι με την οικογένεια του. Εστεκε και γύριζε τη σούβλα ώσπου να ψηθεί και ο νους του έτρεχε εδώ και κεί. Σκεφτόταν το παρελθόν και περιδιαβαίνοντας το, ο νούς του στάθηκε στο εχτές, σε ενα περιστατικό που συνέβηκε…
Σαν κασάπης αγόραζε αιγοπρόβατα που τα έβαζε σε μια πρόχειρη μάντρα στη σκιά δυό δρυών δίπλα στο εκκλησάκι του Άη Νικόλα, ώσπου να έρθει η ώρα να τα σφάξει. Κάτω από τον παχύ ίσκιο αυτών των δενδρών, του άρεσε πολλές φορές τα καλοκαιρινά μεσημέρια, να ξαπλώνει  και να κοιμάται..
Μια μέρα που λαγοκοιμώταν, του φάνηκε ότι άκουσε κάποιον να καλεί βοήθεια. Έστησε αφτί και ακουσε καθαρά μια αγωνιώδη φωνή να έρχεται από το παραδιπλανό χωράφι που μέσα σ αυτό κατέληγε το τρεξιμιό νερό που ανέβλυζε από μια πηγή δίπλα στον μικρό ναό. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο μέρος, ήταν ένας τόπος λασπωμένος που χρειαζόταν προσοχή κάποιος να τον περάσει, γιατί σε καποια σημεία του είχε μετατραπεί σε βάλτο.
Αμέσως έτρεξε εκεί, και είδε ένα νεαρό χωμένο μέσα στη λάσπη ως τη μέση, να φωνάζει βοήθεια και να προσπαθεί να ξεκολλήσει, αλλά ο βάλτος τον τραβούσε και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί.
Αμέσως ο Χριστοφής πήρε ένα σκοινί από τη μάντρα και ρίχνοντας του το, τον τράβηξε έξω στο στέρεο έδαφος.
Ο νεαρός ήταν ένας ξένος που από μακριά είδε την απλωσιά των χωραφιών, και μη γνωρίζοντας τον κίνδυνο, όρμησε με την ωραία του κούρσα εκεί να κάνει ράλλυ και ξερογυρίσματα. Το αυτοκίνητο κόλλησε, και αυτος δοκιμάζοντας να βγεί, κόλλησε και ο ίδιος στη λάσπη που τον τραβούσε και δεν τον άφηνε να κινηθεί..
Έτσι που συλλογιόταν, ξάφνου ένα μεγάλο αμάξι με σοφέρ σταμάτησε εμπρός του, και από την πίσω πόρτα βγήκε ένας άνδρας με επιβλητική αριστοκρατική κορμοστασιά και αρχηγικό ύφος, και δρασκελώντας το συμηντήρι που χώριζε το κτίριο από το δρόμο, τον του έτεινε το χέρι.
-Είμαι ο πατέρας του παιδιού που βοήθησες εχτές,
του είπε.
-Εμένα με λένε Χριστοφή και είμαι ο ταβερνιάρης εδώ, εσένα πώς σε λένε και ποιος είσε;
του αντιγύρισε ο Χριστοφής.
Ήταν ο στρατηγός της Εθνικής φρουράς της Κύπρου, και ήρθε να γνωρίσει αυτόν που βοήθησε το γιο του.
Έκατσαν και τα είπαν, η ώρα πέρασε, σάν τα έλεγαν τα ήπιαν, έφαγαν και τη σούβλα, έγιναν τελικά δυο καλοί φίλοι.
Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία και μαζί της η άνοδος του Χριστοφή. Η φήμη του ως καλού ταβερνιάρη έφτασε απ άκρο εις άκρο της Κύπρου, και εγινε πολύ ξακουστός. Απέκτησε σπουδαίες γνωριμίες, και μπορούσε εύκολα να ζητά χάρες και ρουσφέτια. Ο λόγος του είχε μεγάλη πέραση, και με ευχαρίστηση βοηθούσε όλους τους χωριανούς. Αυτοί ύστερα με τη σειρά τους τον υποστήριζαν αγοράζοντας κρέας, και τρώγοντας στην ταβέρνα του. Με αυτό τον τρόπο τα οικονομικά του πήγαν καλά, μπορούσε έτσι να έχει ένα καλό εισόδημα και να ζει με άνεση την μεγάλη του οικογένεια.
Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας φυλακίστηκε στα κρατητήρια της Πάφου μαζί με  άλλους νέους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Τους έκαναν πολλά βασανιστήρια και πέρασαν δύσκολες στιγμές όπως διηγούνται όσοι ήταν μαζί του, αλλά συτός όπως και άλλοι, άντεξε και δεν μίλησε, ούτε προδωσε.
Μια από τις κόρες του η Έλλη, διηγείται νοσταλγικά:
Είχε έναν χαρακτηριστικό τρόπο να αφηγείται παλιές ιστορίες και γεγονότα που συνέπαιρνε τις παρέες των αλλων ανθρώπων που όταν τον άκουγαν κρέμονταν από τα χείλη του. Ήταν γλεντζές και διασκεδαστικός και όταν τραγουδούσε πάντα ξεκινούσε με το τραγούδι  «μια ζωή την έχουμε», θέλοντας να τονίσει σε όλους ότι τη ζωή πρεπει να την παίρνουν οι άνθρωποι από την καλή μεριά της.
Δεν ήταν μορφωμένος άνθρωπος, ούτε κατείχε ψηλή θέση ή κάποιο αξίωμα, αλλά ήταν ένας δυνατός βιοπαλαιστής που είχε ψηλή θέση στην καρδιά των ανθρώπων και στην κοινωνία.
Από νέος έδειχνε πόσο δραστήριος και δυναμικός ήταν. Συμμετείχε σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, ήταν πρωταθλητής στη δισκοβολία και διακρινόταν για τη δύναμη του. Κάποτε είχε σηκώσει μιαν τεράστια πέτρα που κανένας δεν μπορούσε. Άλλη φορά, περνώντας από το γήπεδο που είχε αγώνες, κατέβηκε και έριξε δίσκο και ήρθε πρώτος. Δεν μπορούσαν να του δώσουν όμως το κύπελλο  γιατί δεν είχε γραφτεί να συμμετάσχει στους αγώνες. Ο αγροφύλακας του χωριού ο Κλέαθθος το παλληκάρι που ήταν λαϊκός ποιητάρης, όταν περνούσε από το δρόμο, του φώναζε,
-πούν το παλικάρι του χωρκού, έν το καμάρι του χωρκού.
Άλλη ιστορία την οποία διηγείται ο Κώστας Λιασίδης, λέει,
-Ήμουν ο πιο δυνατός όλου του χωρκού, στην πάλη τους έβαζα όλους χαμέ, η φήμη μου ήταν μεγαλη. Ήρθε μια μέρα μια Λαμπρή, το παλικάρι της Κισσόνεργας να παλέψει μαζί μου. Ήταν πολύ δυνατός, αλλά εγώ ήμουν πιο δυνατός, τον έβαλα χαμέ. Ο μόνος που με νίκησε μια φορά, ήταν ο Χριστοφής. Σκέφτηκα ότι ήταν τυχαίο, ξαναπαλιώσαμε, αλλά πάλι με ξανάβαλε χαμέ. Ήταν πολύ δυνατός.
Αγαπούσε τη θάλασσα και καθημερινά πήγαινε στη θάλασσα της Αλικής. Εκεί βουτούσε, και εκεί στον δροσερό αέρα της θάλασσας ανάμεσα στην κάψα του καλοκαιριού κάτω από τη δροσιά της σκιάς του κέντρου της Ζήνας Κάνθερ όπου του άρεσε να κάθεται, εκεί ένιωσε τους πρώτους πόνους στο στήθος προμήνυμα για το στερνό ταξίδι που θα πήγαινε. Πήγε αμέσως σε ένα φίλο του γιατρό, ο οποίος δυστυχώς διέγνωσε τη σοβαρότητα του προβλήματος της υγείας του. Ο Χριστοφής του ζήτησε να ειδοποιήσει τα παιδιά του και ενώσω του έλεγε τα τηλέφωνα τους, εκεί ξεψύχησε, εκεί άφησε την τελευταία του πνοή...
Πέθανε και έφυγε, αλλά  επειδή η φήμη του ταξιδευσε και σε άλλες χωρες, άνθρωποι που τον γνωρισαν και μη γνωρίζοντας το θλιβερό γεγονός, για συνέχεια μέχρι τελευταία, του έστελλαν χαιρετίσματα με φοιτητές χωριανούς.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστοφής του Αντρεουθκιού… Ύστερα από πολλά  χρόνια μετά το θάνατο του, θυμούνται όλοι όσοι τον έζησαν και μιλούν με αγάπη, νοσταλγία και ευγνωμοσύνη για το άτομο του. Τέτοιους ανθρώπους δεν συναντάς σήμερα, λένε…

Ο ΓΙΩΡΚΟΣ ΤΟΥ ΛΕΩΝΗ

Τον Μάρτη και τον Απρίλλη η θάλασσα ημερεύει και είναι ο καιρός που οι ψαράδες ψαρεύουν αράδα, είναι η καλή εποχή τους. Όταν όμως η θάλασσα πει να αγριέψει, είναι η πιο κακή εποχή τους, είναι που στα καλά καθούμενα και δίχως ο καιρός να δείξει, αναταράσσουν τα νερά στα ξάφνου και στα γρήγορα, είναι οι εποχή που η θάλασσα πνίγει τους καλούς ψαράδες. Πιότερη γαλήνη και ηρεμία δεν ματάχει άλλους καιρούς, αλλά και το αντίθετο, έτσι που οι μεγάλες καιρικές μεταβολές που συμβαίνουν, δίνουν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάθει μύθους, θρύλους, παροιμίες και παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματά τους.
Μέχρι τα μέσα του Απρίλη θεωρείται επίσης ότι οι ξαφνικοί και ισχυροί άνεμοι προξενούν ναυάγια και μέχρι τότε όσοι εχουν πλεούμενα προσέχουν δυο φορές, ή αποφεύγουν να ταξιδεύουν. Παρόλα αυτά, με τον ερχομό του Μάρτη οι ψαράδες βγαίνουν στη θάλασσα και ρίχνουν τα δίχτυα τους, είναι οι πιο καλές εποχές που πιάνουν ψάρια.
Ο Κώστας Λεωνίδα ο καλός ψαράς του χωριού, αφού με τον πατέρα του τον Γιώργο του Λεωνή όλη μέρα ξεκουράστηκαν, κατά τα μεσάνυχτα ανέβηκαν στη βάρκα τους και ανοίχτηκαν στα βαθειά, προς τη μεριά της δύσης. Έριξαν τα δίχτυα τους, και έγειραν πίσω να ξεκουραστούν, να περάσει η ωρα, νάρτει το ξημέρωμα για να τα ξαναμαζέψουν.
Πήρε να χαράσσει, η θάλασσα ήταν όμορφη και γαληνεμένη, ο καιρός ήταν πεντακάθαρος, τίποτα δεν έδειχνε ότι θα άλλαζε. Ξύπνησαν από το λαγοκοίμισμα τους, πρόσεξαν μια άκρα ησυχία, είχε απανεμιά, τα νερά της θάλασσας ήταν ακίνητα. Έμειναν να κοιτάζουν τον μακρινό ορίζοντα, και μια ανησυχία τους κυρίευσε για την απόλυτη ησυχία του καιρού και της θάλασσας.
Αποφάσισαν να μαζέψουν τα δίχτυα και να επιστρέψουν. Αρχίνισαν το εργο, και αφου τέλειωσαν, με ανακούφιση ετοιμάστηκαν για τον γυρισμό. Από το ακρωτήρι στο Κερατί, ως τον κόλπο των Ποτίμων πήγαιναν καλά, και το φως είχε φέξει αρκετα…
Μα ξάφνου και απότομα, σκοτείνιασε ο ουρανός, και μια αστραπή φώτισε όλο τον βαθύ ορίζοντα. Μια βουή ακούστηκε, η θάλασσα αγρίεψε και είδαν από τα βαθιά του πέλαου να βγαίνει ένας ανεμοστρόβιλος που με ασύλληπτη ταχύτητα έτρεχε και ερχόταν με πολλη βουή ολόισια πανω τους. Είχε σημάνει το τέλος το κατάλαβε, ένιωσε την δύναμη του ανεμοστρόβιλου να τους αρπάζει και να τους σηκώνει ψηλά στον ουρανό, έκαμε τον σταυρό του, έκλεισε τα μάτια και ήταν έτοιμος να παραδοθεί στο Θεό. Ώσπου απότομα ένιωσε να σταματά η φόρα προς τα πανω, ένιωσε την βάρκα να πέφτει με δύναμη στο κενό, να χτυπά με δύναμη στη θάλασσα, και ύστερα τα δίχτυα με τα ψάρια μέσα να πέφτουν πανω τους και να τους σκουλλίζουν.

Έτσι ξαφνικά που ήρθε το κακό, έτσι ξαφνικά πέρασε και έφυγε, ήταν όλα όπως πριν. Γύρισε και κοίταξε ανήσυχα τον πατέρα του να δει αν είναι καλά, τον είδε πολύ γαληνεμένο και τον άκουσε να ευχαριστεί το Θεό. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος του και του είπε να ευχαριστήσει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που τους έσωσε, και την άλλη μέρα να πάν να του ανάψουν το καντήλι. Του εξήγησε ότι την ωρα που ήρθε ο κίνδυνος, γύρισε κατά την Χλώρακα που είναι του Αρχαγγέλου, και του γύρεψε να τους γλυτώσει. Την ωρα που η άκρη του ανεμοστρόβιλου τους άρπαξε και τους σήκωσε μαζί του, απότομα σταμάτησε τη φορά του, άλλαξε πορεία, έφυγε και σβήστηκε στον ουρανό. Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος είχε κάμει το θαύμα του.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ Χ΄΄ ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΥ ΣΙΑΜΜΑ (1840)

Ο πατέρας του Κυριάκου Σιαμμά από φόβο ότι θα ήταν ένα από τα θύματα των σφαγών της 9ης Ιουλίου του 1821 επειδή συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα γεγονότα εναντίον των Τούρκων, τρομοκρατημένος για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. 
Κατοίκησε για πάντα εκεί, στην Κύπρο γύρισαν τα τρία παιδιά του. Ο ένας, ο Κυριάκος ερχόμενος, πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι ονόμασε τον εαυτό του Χατζιηκυριάκο. Ήταν ένας καχεκτικός νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια όταν πίστεψε ότι μπορούσε να φτιάξει κοπάδι με όσα ζώα μάζεψε, τα πήρε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε την μάντρα του και μια κάμαρη, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα και τα πουλιά.
Πέρασε ο καιρός, ζούσε στην ησυχία του, ώσπου μια μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.
Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι ολόγιομο και η έρημη περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό παράξενο και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε δυνατά με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά κούρνιαζαν φοβισμένα, τα φυτά και τα ζουζούνια έγερναν και πέθαιναν. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.
Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε ο ήχος του με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά. Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα  μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαυσε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…
Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε τακα τουκ. Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος… Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται  με  τρομαχτική  ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα  και  μέσα  στην  ύλη.  Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία  του  θανάτου του, ήταν   ευχάριστη  και  πνευματική, ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…
Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει  ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…
Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.
Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί  και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.

Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε ο άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος, ο Τσιυπρής, και η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της.

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΗ

Ήταν μια φορά παλιά, πριν από 100 χρόνια και βάλε, ένα αντρόγυνο που ζούσε φτωχικά και δούλευαν σκληρά για να θρέψουν τα μικρά παιδιά τους που ήταν κάμποσα. Ήταν ο Λεωνής και η Δεσποινού, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την γεωργία, ακόμα και με το εμπόριο ή ότι άλλο ήθελε προκύψει. Δούλευαν σκληρά μέρα νύχτα, έπρεπε να διασφαλίζουν συνέχεια με όλους τους τρόπους τα προς το ζην, μόνο αυτό είχαν για μέλημα. Ήταν δύσκολες οι εποχές, ούτε καινούργια ρούχα ήθελαν, ούτε πανηγύρια, ούτε και άλλες πολυτέλειες. Όποιος είχε να φάει τότες, λογαριαζόταν τυχερός, λογαριαζόταν ακόμα εύπορος… 
Πιο κάτω από το σπίτι τους λοιπόν, είχαν την μάντρα με τα πρόβατα, μέσα στο αλώνι όπου εκεί αλώνιζαν το σιτάρι και το κριθάρι, τον βίκο και τα ρεβίθια, αλλά και το καννάβι, όλο δηλαδή το βιός που παρήγαγαν στα χωράφια τους που όργωναν, έσπερναν και θέριζαν μοναχοί τους με μόνα εργαλεία ένα αλέτρι, δυο βούδια και μια βουκάνη. Το όργωμα γινόταν με το παραδοσιακό αλέτρι που το έσερναν βόδια, το θέρισμα και αυτό με το δρεπάνι, και το αλώνισμα με τη βουκάνη, ένα επίπεδο ξύλο αρκετά βαρύ που στο κάτω μέρος του είχε σφηνωμένες μικρές κοφτερές σκληρές πέτρες (αθκιάτζια) για να αλέθουν τα δεμάτια.
Μέσα στο αλώνι υπήρχαν δρύες μεγάλοι και πανύψηλοι που από την μεγάλη φυλλωσιά τους πέρναγε ο αγέρας φέρνοντας τη δροσιά, και κάτω από την φυλλωσιά και τη σκιά τους πέρναγαν τις μέρες και τις νύχτες οι καλοί μας γεωργοί ώσπου να τελειώσει όλη εργασία που διαρκούσε πολλές μέρες του καλοκαιριού. Εκεί είχαν τα κρεβάτια τους καμωμένα απο σακούλες και ποκαλάμες, είχαν την νηστκιά τους που μαγείρευαν, είχαν τα σκεύη τους, είχε και ένα εκκλησάκι που τους πρόσεχε. Ήταν του Μιχαήλ Αρχάγγελου, και μέσα σε αυτό προσέτρεχαν όταν ο καιρός χαλούσε ή όταν καποια φορά οι βροχές έρχονταν παράκαιρα.
Ήταν Σεπτέμβριος μήνας τέλος του καλοκαιριού, είχαν γεμίσει οι κούζοι χαλούμια, είχαν αλωνέψει βίκο, ρεβίθια και μαυρόκοκκο, έπρεπε ο Λεωνής να βγει στην γύρα να πουλήσει, να μαζέψει χρήματα, να ψωνίσει. Στο πέρα χωριό της Τσάδας είχε πανηγύρι, ήταν οι 14 του Σεμπτέβρη, ήταν η γιορτή του Τίμιου Σταυρού της Μίνθας. Είχαν ένα κτηνό έναν γάιδαρο τον Σιερκά, που ήταν αργός αλλά δυνατός και είχε πολλή αντοχή. Σηκώθηκε ο Λεωνής απο τα μεσάνυχτα που λέει ο λόγος, και σέλωσε τον Σιερκά. Έβαλε πρώτα το στρατούρι και ύστερα την σιρίζα. Φόρτωσε μέσα σε αυτήν την πραμάτεια, καβαλίκεψε και αυτός, και όρτσα για την Τσάδα. Ήταν κάμποση η στράτα, υπολόγιζε με το ξημέρωμα να είναι εκεί, να έβρη πόστο καλό, να απλώσει την πραμάτεια και να την πουλήση. Είχε φορτώσει χαλούμια, αναρές, λίγα ρεβίθια και βίκο. Είχε ακόμα φορτώσει μαυρόκοκκο, ένα είδος σπόρου σαν μαύρο σουσάμι που είχε σπουδαία γεύση και το έβαζαν πάνω στο ψωμί ως βούτυρο ή μαρμελάδα. Σ αυτό βασιζόταν πιο πολύ, γιατί είχε ζήτηση καλή. Εξεκίνησε και επήγαινε, εις την πολλή την ωρα, τον επήρε ο ύπνος. Ήταν κουρασμένος, είχε έγνοια, προσπάθησε να μείνει ξύπνιος, δεν τα κατάφερε. Στο δρόμο που επήγαινε επέρασε κάτω από ένα χαμηλό δένδρο, έδωκε στην κεφαλή του ένα κλωνί με φύλλα και εξύπνησε απότομα. Ξιπάστηκε και άρχισε να φωνάζει και να λέει, «μαυρόκοκκος, φτηνός μαυρόκοκκος»… Από την πολλη έγνοια που είχε, με το απότομο ξύπνημα άρχισε να διαλαλεί την πραμάτεια του. Ξύπνησε και προσπάθησε να μείνει έτσι, μην και ο γάιδαρος λοξοδρομήσει και παει αλλού.
Πήγαινε, πήγαινε…, εξανακοιμήθηκε. Σε κάποια στιγμή ένιωσε το «κτηνό» να σταματά, εξαναξύπνησε. Κοιτάζει γυρω νυσταγμένος, είχε ξημερώσει,  βλέπει ομπρός του την Δεσποινού, την γυναίκα του. Απορημένος και ξαφνιασμένος την ερωτάει τι γυρεύει αυτή στο πανηγύρι, ενώ η Δεσποινού πολύ θυμωμένη τον ερωτάει τι κάνει εδώ, και δεν είναι στην Τσάδα, στο πανηγύρι ως έπρεπε να είναι…

Είχε κοιμηθεί, ο γάιδαρος αντί να τον πάρει στο πανηγύρι, έκλωσε και τον ξανάφερε στο αλώνι. Έχασε το πανηγύρι, έχασε την ευκαιρία να πουλήσει, να ψουμνήσει, ή να κανει ανταλλαγή προϊόντων. Το χειρότερο όμως που ήξερε ότι θα συνέβαινε, ήταν η μουρμούρα της Δεσποινούς που σίγουρα θα διαρκούσε πολλές ημέρες.