ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (η ιστορία του Αζίνα)

«Και ουδαμώς ή γη εν τισι τόποις εκ των νεκρών διεφαίνετο. Και ήν ιδείν θέαμα ξένον και θρήνους πολλούς και ποικίλους και αμετρήτους ανδραποδισμούς, των ευγενών αρχουσών και παρθένων και αφιερωμένων τω Θεώ συρομένων υπό των Τούρκων διά των εθειρών και κομών και πλοκάμων τής κεφαλής έξωθεν των εκκλησιών μετά οδυρμών ανηλεώς, την βοήν και κλαυθμόν των παίδων, τούς ιερούς και αγίους οίκους λεηλατισμένους, το φρικώδες και ακουόμενον τις διηγήσεται;...»
Η τουρκική κατοχή της Κύπρου διάρκεσε από το 1571 μέχρι το 1878. Η κατάκτηση του νησιού και η βίαιη προσάρτησή του στην Οθωμανική αυτοκρατορία, επέφερε ριζικές αλλαγές στην Κύπρο. Διοικητικά πέρασε στη δικαιοδοσία του μεγάλου βεζίρη στη Μεγάλη πύλη, ο οποίος και διόριζε το γενικό διοικητή ή κυβερνήτη (πασά) του νησιού. Η άγρια φορολογία, η κακοδιοίκηση και η καταπίεση του πληθυσμού οδήγησαν σταδιακά ολόκληρη την Κύπρο σε πλήρη παρακμή. Ανομβρίες, επιδρομές ακρίδων και άλλες συμφορές κατά καιρούς, επιδείνωσαν την κατάσταση με τη μιζέρια και τη φτώχια να επικρατούν ολοκληρωτικά. Παρατηρείται το φαινόμενο του εξισλαμισμού πολλών Χριστιανών, που αρχικά παραμένουν Κρυπτοχριστιανοί (Λινοβάμβακοι) για να γλυτώσουν τις μεγάλες φορολογίες και την καταπίεση. Πολλές φορές μη αντέχοντας ο λαός την καταπίεση, λαμβάνει μέρος σε  διάφορες εξεγέρσεις κυρίως κοινωνικού χαρακτήρα που συμβαίνουν κατά καιρούς. (Μια τέτοια εξέγερση συνέβη το 1833 στην επαρχία Πάφου με συμμετοχή βασικά Λινοβαμβάκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη).
Η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου εθναρχικά δικαιώματα για να ευκολύνεται στην διοίκηση και στη φορολογία των υπόδουλων κατοίκων, μια πολιτική που εφήρμοζε στους λαούς που κατακτούσε. Ήταν που με αυτό τον τρόπο η εκκλησία αν και ενεργούσε σαν φοροεισπράκτορας του κατακτητή, εντούτοις ανέλαβε Εθναρχικό ρόλο, διότι ταυτόχρονα βοηθούσε και φρόντιζε όσο μπορούσε τα δικαιώματα των Ελλήνων.
Ο Παπάγιωρκης ήταν ο παπάς του Αναβαργού, ήταν ο μόνος που ήξερε λίγα γράμματα, ήταν ο αρχηγός του χωριού. Σε μια περιουσιακή διένεξη Χριστιανού χωριανού και Τούρκου από την πόλη της Πάφου, ανέλαβε ως μεσολαβητής ύστερα από διαταγή του Καδή. Ήταν δίκαιος άνθρωπος, είχε και την υποστήριξη του Τούρκου δικαστή, απέδωσε το δίκαιο στον Χριστιανό…
Πέρασαν καμπόσες μέρες, ο Παπάγιωρκης εκτός από παπάς ήταν και περβολάρης, καλλιεργούσε σε ένα χωράφι χόρτα και οπωρικά, τα κουβαλούσε στο παζάρι της Πάφου και τα επωλούσε. Μια μέρα, ήταν το 1821, περίοδος όπου οι Τούρκοι ήταν αγριεμένοι εναντίον των Χριστιανών ένεκα της Επανάστασης των Ελλήνων στην Ελλάδα, καβαλίκευε το άλογο του που ήταν φορτωμένο οπωρικά, και πήγαινε στο παζάρι. Στα έξω του χωριού, στην περιοχή που είναι το Β΄ Γυμνάσιο Πάφου, δέχτηκε πυροβολισμό και σκοτώθηκε ακαριαία. Ήταν φανερό ότι ο ένοχος ήταν ο Τούρκος που σχετιζόταν με την περιουσική διένεξη, δεν υπήρχαν όμως μαρτυρίες, έμεινε το άδικο απλήρωτο…
Ο Παπάγιωρκης είχε ένα γιο τον Χριστόδουλο, έναν υπερήφανο άνθρωπο που είχε στον πατέρα του περισσή αγάπη και ήθελε περί παντός να αποδοθεί δικαιοσύνη. Απαίτησε το δίκαιο από τις Τουρκικές αρχές, δεν βρήκε ανταπόκριση, αποφάσισε να αποδώσει δικαιοσύνη ο ίδιος. Σαν υπερήφανος, δεν έστησε ενέδρα στον εγκληματία, παρά του εμήνυσε ότι θα τον καρτερήσει για να τον σκοτώσει, και να είναι έτοιμος για αναμέτρηση. Κάθε μέρα τον καρτερούσε, αλλά ο Τούρκος δεν παρουσιαζόταν. Πέρασε κάμποσος καιρός, όλοι νόμισαν ότι το γεγονός ξεχάστηκε, ήταν ύστερα από κάμποσα χρόνια, τον βρήκε μοναχό του ένα πορνό σκοτεινό σ ένα χωράφι ερημικό, μακριά από κατοίκους. Του κόντεψε και τράβηξε μαχαίρι, και του φώναξε ότι θα τον σκοτώσει. Ο Τούρκος ήταν κι αυτός οπλισμένος, του έριξε μια πιστολιά που τον βρήκε φάλτσα στο πρόσωπο και του το παραμόρφωσε. Πριν προλάβει να ρίξει δεύτερη πιστολιά, ο Χριστόδουλος τον μαχαίρωσε κάμποσες φόρες, ώσπου το κορμί του έμεινε νεκρό, είχε έτσι αποδώσει δικαιοσύνη κατά την γνώμη του. Πήγε στο χωριό, του περιποιήθηκαν τα τραύματα, και έφυγε σαν κλέφτης πανω στα βουνά για να μην τον πιάσουν οι Τούρκοι. Το πρόσωπο του με τον καιρό γιατρεύτηκε, έμεινε όμως παραμορφωμένο, έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι Μίτζιης. Πηγαινοερχόταν στην οικογένεια του και στη γυναίκα του κρυφά αργά κάποιες νύχτες, ήταν μια δύσκολη ζωή, πέρασαν δυο τρία χρόνια…
Ήταν η χρονιά του 1833, συνέβη στην Πάφο η εξέγερση Ελλήνων και Λινοβάμβακων εναντίον των Τούρκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Ο Γκιαούρ Ιμάμης είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι που ήταν Γενίτσαρος από την Καβάλα, και που είχε κι επίσημα προβάλει αξιώσεις στην Κύπρο. Ο Χριστόδουλος Μίτζιης κατετάγει στους επαναστάτες, ενεπλάκει σε μάχες, αλλά  το κίνημα καταπνίγηκε εύκολα από τον Τουρκικό στρατό. Σε μια ενέδρα που είχαν στήσει στους Τούρκους έφαγε μια σφαίρα, κατέφυγε σε μια σπηλιά για να γιατρευτεί, καθώς ήταν μόνος και αβοήθητος, πέθανε.
Όταν αυτό εσυνέβη, η γυναίκα του ήταν έγκυος, όταν γέννησε, ονόμασε το παιδί Χριστόδουλο ως και ο πατέρας του. Αυτός όταν μεγάλωσε, το 1873 παντρεύτηκε στη Χλώρακα την Χ"Ελενη, και παιδιά τους ήσαν ο Χριστόδουλος Αζίνας (τρίτο παιδί στη σειρά με το ίδιο όνομα και κοινοτάρχης Χλώρακας), η Δεσποινού Τριανταφίλλη, η Κυριακού (μητέρα του Αντρέα του Γιώρκη Χλωρακιώτη), ο Δημήτρης (πατέρας της Εριφύλης), και η Μαρίκα η οποία παντρεύτηκε τον Στυλιανό το 1890 σε ηλικία 23 ετών. Παιδιά της Μαρίκας ήταν η Κυριάκού Ταπακούδη, ο Σωτήρης Στυλιανού, η Χ΄Ρεβεκκα Νικολάου (Νικολούιν), η Χ΄Σοφία και η Δεσποινού Λιασίδη.

Ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε στην Αίγυπτο, από όπου επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο, αλλά πιάστηκε και αποκεφαλίστηκε.