ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Ο Χριστόδουλος Ταπακούδης υιός του Γεώργιου Ταπακούδη εγέννησε τον Γιωρκή Κόμπο Ταπακούδη που είχε απογόνους τους Κώστα, Θεόδωρο, Κυριακού, Μυροφόρα και Ξενού, εγέννησε τον Στυλιανό Ταπακούδη που ειχε απογόνους τους Χριστόφορο, Στέλλα, Χίτλερ και Νεόφυτο, εγέννησε τον Μηχάλη Μάπα Ταπακούδη που είχε απογόνους τους Ανδρέα, Ελεγγού, Αννού και Πραξού, εγέννησε την Αναστασία Ταπακούδη (η οποία παντερεύτηκε τον Ιεζεκιήλ, αλλά τα παιδιά τους πήραν το επώνυμο Ταπακούδη) που είχε απογόνους τους Μαρίτσα, Χριστόδουλο, Μηχαλάκη, Γιώρκο, εγέννησε τον Αλέξη Ταπακούδη (Σε επίσημο έγγραφο της κυβέρνησης, το όνομα του αναγράφεται ως Αλέξης Χριστοδούλου Ταπακούδης, ή Ταπάκης) που είχε απογόνους την Μυριάνθη Ξυλοφόρου, την Ελεγγού Παναή, την Σοφιανού Μόρρου, την Ευτυχού Αθανασίου, εγέννησε την Βαρβαρού Αντωνίου που είχε απογόνους την Ελένη Αγά, την Φκωνού Νικολή Ευθυβούλου.
Επώνυμο Ταπακούδης, η ιστορία. Ταμπάκος είναι  ορολογία για τα φύλλα καπνού. Περιέχουν νικοτίνη, ένα αλκαλοειδές οξύ που βρίσκεται κυρίως στα φύλλα. Είναι εθιστικό και χαρακτηρίζεται σαν ναρκωτικό. Από το βιβλίο του ιατρού Κωνσταντίνου Μιχαήλ 1794, κεφάλαιο «Περί της νικοτιανής ήτοι τουτουνίου ένθα και περί πταρμικού ταμπάκου», μαθαίνουμε:
Βοτάνη νικοτιανή ή χόρτον νικοτιανόν το όνομα έλαβε παρά τινος Ιωάννου Νικότου Γάλλου», ο οποίος εισήγαγε το 1559 στην Γαλλία τη χρήση του. Ονομάζεται και ταμπάκος από το όνομα κάποιου νησιού της Αμερικής, ενώ τουρκιστί αποκαλείται τουτούνιον… Τον καπνόν ωφελιμώτερον ήθελεν είναι, ότι όποιος δεν τον εσυνήθησε, να προσπαθή να αποφεύγη αυτήν την συνήθειαν,  διότι η χρήση του καπνού προκαλεί βλάβη στην υγεία, παρά καμμίαν ωφέλειαν…
Ο καπνός του ταμπάκου περιέχει ένα άλας πολλά δριμύ και ένα θειάφι ναρκώδες ηνωμένον με το ελαιώδες μέρος. Το λάδι του ταμπάκου όταν μεταχειρισθεί σε μία πληγή είναι ένα ογλίγωρον θανατηφόρον φαρμάκι… Δεν θα έπρεπε οι σπουδαίοι να δωθώσιν στην χρήση του, και αυτό διότι ταράττει τον εγκέφαλον όλον, καθώς το όπιον ήτοι αφιόνι και μάλιστα φέρει στις αισθήσεις το ίδιο αποτέλεσμα όπως τα μεθύονται ποτά. Ο ταμπάκος εάν δεν βλάπτει όλους, βλάπτει τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερον πλήθος. Ο ταμπάκος αναγκαίος εις κανέναν δεν είναι.
1850
Ο Γεώργιος Κόμπος ήταν ένας πράτης καπνού, ταξίδευε στην Πάφο, αγόραζε φύλλα καπνού και τα μετέφερνε στο λιμάνι της Λάρνακας όπου τα επωλούσε σε άλλους εμπόρους, ή σε καπεταναίους για εξαγωγή. Από αυτούς αγόραζε ταμπάκο τον οποίο και επρομήθευε στα καφενεία, στους πασάδες, στους τσιφλικάδες και σε όσους κάπνιζαν ναργιλέ. Ήταν ένας ξακουστός έμπορος, ήξερε την τέχνη και εμπορευόταν μόνο καλής ποιότητας καπνό και ταμπάκο, έτσι όλοι προτιμούσαν να συνδιαλλάζονται με αυτόν. Από αυτή την απασχόληση τού έμεινε το επίθετο Ταμπάκος, ύστερα Ταμπάκης, Ταπάκης, και τελικα Γεώργιος Κόμπος Ταπακούδης.
Η μεγάλη ανομβρία.
“Εγίνην πείνα μεγάλη από ανοβρίαν και ούλλη η σπορά εχάθηκεν και η πείνα έγινεν μεγάλη και ούλλα τα νερά των βρύσων εξεράναν και επηγαίναν από τόπου εις τόπον με τα κτηνά τους να έβρουν νερό, να ζήσουν και τα κτηνά τους και ούλλα εστεγνώσαν και λάκκοι και βρύσες και αφήκαν την πανθαύμαστη Κύπρο και επεράσαν ωδά και εκεία όπου πασαείς ύβρεν ανάπαυση και το νησί έμεινεν χωρίς τινάν”…
Κατά καιρούς μεγάλες καταστροφές κυρίως από ανομβρίες εσυνέβαιναν στην Κύπρο, ενδεικτικό το άνω απόσπασμα από το χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά που  έζησε τον 15ο αιώνα. Το ίδιο εσυνέβη και την δεκαετία του 1840, για πολλά συνεχόμενα χρόνια δεν έβρεχε, τα νερά εστέρεψαν και πολλοι κάτοικοι εξενητεύθησαν στες γύρω περιοχές της Μικράς Ασίας.
Ο Γεώργιος Κόμπος Ταπακούδης ήταν ένας πλούσιος έμπορος σε μια μεγαλη πόλη, σαν ήρθε το κακό της μεγάλης ανομβρίας και ο καιρός πέρασε και ακόμα δεν έβρεχε και όλοι επτώχευσαν και εγκατέλειψαν τους τόπους, τα ίδια έπαθε και ο ίδιος, έτσι μάζεψε τα υπάρχοντα του και κατέφυγε στη Δυτική Πάφο κάπου αναμεταξύ Έμπας και Χλώρακας. Συνέχισε την ενασχόληση του με το εμπόριο του καπνού, αλλά επειδή ο κόσμος δεν είχε χρήματα λόγω της μεγάλης συνεχιζόμενης ανομβρίας, δεν αγόραζε αφου πρώτο μέλημα είχε την επιβίωση του, και όχι την ευχαρίστηση του…
Ο Γεώργιος Ταπακούδης ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος, ήξερε διάβασμα και γραφή, και μιλούσε την Τουρκική γλώσσα. Ήταν ακόμα καλλιφωνάρης, είχε φοιτήσει σε σπουδαίους ιεροδιδασκάλους. Ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος για την εποχή εκείνη, έτσι με την μετοίκηση του, εγινε αμέσως αποδεκτός στην μικρη κοινωνία της Πάφου. 
Πέρασαν λίγα χρόνια, ήταν η δεκαετία 1860, η Μητρόπολη Πάφου πρωτοστάτησε στην ίδρυση, τόσο στην πόλη της Πάφου, όσο και στην ύπαιθρο, σχολείων. Το 1855 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο στο Κτήμα, η δε Μητρόπολη είχε αναλάβει την υποχρέωση να πληρώνει εξ ολοκλήρου τους μισθούς των δασκάλων. Ιδρύθηκαν επίσης σχολεία σε πολλές άλλες κοινότητες, πάντοτε με τη βοήθεια και επιστασία της Εκκλησίας, σχολείο ιδρύθηκε και στη Έμπα.  Όταν Μητροπολίτης ανέλαβε ο Πάφου Νεόφυτος ο τελευταίος επί Τουρκοκρατίας και πρώτος επί Αγγλοκρατίας (1869 – 1888), επέδειξε μεγαλη φροντίδα για τα ελληνικά σχολεία σε όλη την Πάφο, ακόμα και για τη Λευκωσία. Φρόντισε ώστε άνθρωποι άμεπτου χαρακτήρα που ήξεραν γράμματα να διοριστούν ως δάσκαλοι στα σχολεία, στο σχολείο της Έμπας όπου φοιτούσαν μαθητές και από τα γυρω χωριά, διόρισε τον Γεώργιο Κόμπο Ταπακούδη.
Στον τόπο που κατοίκησε δεν είχε άλλα σπίτια, δεν είχε δένδρα, ήταν ένας τόπος στεγνός και ξερός, ήταν στα ριζά των υψωμάτων των Πετριδκιών προς τη μεριά που τέλειωνε η Χλώρακα. Έστησε το σπιτικό του δίπλα σε μια σπηλιά που απο το μεγάλο στόμιο της ανάβλυζε νερό . Ήταν μια σπηλιά με σταλακτίτες και σταλαγμίτες που πήγαινε ως τα βάθη της γης, με μήκος που δεν μπόρεσε να μετρηθεί, αφου σε κάποιο σημείο η σπηλιά στένευε και δεν χωρούσε άνθρωπο να περάσει πιο πέρα, γι αυτό κανείς δεν ήξερε και ούτε ακόμα ξέρει τι υπάρχει πάρα κάτω.
Σε καιρούς όπου οι κάτοικοι της Έμπας και των γύρω περιοχών κινδύνευαν από Τούρκους ή Σαρακηνούς, πολλοί έβρισκαν καταφύγιο στην σπηλιά. Σύμφωνα με μια παράδοση, σε μια από τις επιδρομές των Σαρακηνών, κάποιος έκρυψε εκεί ένα σακί γεμάτο λίρες, όμως επειδή αυτός ο άνθρωπος ήταν άδικος και τις λίρες τις κέρδισε άδικα, ο Θεός  δεν τον άφησε να τις βρει ύστερα που πέρασε ο κίνδυνος όπου και να έψαξε. Πολλοί πιστεύουν ότι το σακί με τις λίρες είναι ακόμη κρυμμένο εκεί, αφού όσο και αν έψαξαν, κανείς δεν μπόρεσε να τις βρει…
Ο Γιωρκής, έτσι τον φώναζαν για συντομία, αφιερώθηκε στη δουλειά του, δίδασκε σε διάφορα σχολεία που τον έστελναν, επίσης πήγαινε στην εκκλησία, και έψελνε. Το μεροκάματο ήταν χαμηλό, δεν αρκούσε, το εμπόριο καπνού το σταμάτησε, σκέφτηκε να ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης. Έφτιαξε μια λίμνη, και έριχνε μέσα το νερό της πηγής, ύστερα το χρησιμοποιούσε για πότισμα. Ύστερα που πέρασε καιρός, πρόσεξε ότι το δέρμα στα χέρια του που είχε πρόβλημα και ήταν γεμάτο πληγές και γιατρειά δεν εύρισκε, άρχισε να θεραπεύεται. Σκέφτηκε ότι αιτία ήταν το νερό της πηγής, ή η λάσπη των χωραφιών, ή και τα δύο, τα χρησιμοποίησε σε όλο το κορμί του όπου είχε πληγές, σε λίγο καιρό έγιανε τελείως. Ήταν σίγουρος ότι ήταν το νερό Αγίασμα και τον γιάτρεψε, διέδωσε το γεγονός, αρχίνισε ο κόσμος που είχε δερματικές ασθένειες να έρχεται στη σπηλιά για να πάρει Αγίασμα. Ήσαν πολλοι όσοι γιατρεύτηκαν, έτσι είναι που ονόμασαν την σπηλιά του Άη Λιμπρού, δηλαδή του Αγίου που γιατρεύει τη λέπρα .

Ίσως με αυτό τον τρόπο καθιερώθηκε ακόμα ένας  Άγιος σχεδόν άγνωστος, που δεν υπάρχει στα εορτολόγια της εκκλησίας. Το νερό της πηγής από τότες θεωρείται  ως το αγίασμα του Αγίου Λιμπρού και πιστεύεται ότι με αυτό καθαρίζονται κάθε λογής δερματικά νοσήματα, πιστεύεται ακόμη ότι ο Άγιος γιατρεύει τους πονοκεφάλους.