ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΜΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Διηγείται ο Χριστόφορος Χαραλάμπους-Ψαράς
Το 1974 εργαζόμουν ως οικοδόμος στο εργοστάσιο της ΚΕΟ στη Λεμεσό. Οι δουλειές στην Πάφο ήταν λίγες, γι αυτό αρκετοί του επαγγέλματος πηγαινοερχόμασταν Πάφο – Λεμεσό για εργασία με το λεωφορείο του Βαρνάβα και οδηγό τον Ανδρέα Χάμπιαουρη.
Στις 15 Ιουλίου μόλις φτάσαμε στον τόπο εργασίας, ακούσαμε τα κακά μαντάτα για εκδηλωμένο πραξικόπημα και επίθεση της Εθνοφρουράς στο προεδρικό εναντίον του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄.
 30 Τουρκοκύπριοι που εργάζονταν στο εργοστάσιο εγκατέλειψαν τη δουλειά τους και εισχώρησαν στο Τουρκικό θύλακα που ήταν σε μικρη απόσταση από το εργοστάσιο. Από ψηλά στις σκαλωσιές που ευρισκόμουν, είδα τους Τούρκους να κλείνουν την είσοδο προς τα Τούρκικα με πυκνό ψηλό συρματόπλεγμα.
Κατεβαίνοντας από τις σκαλωσιές, βλέποντας ένα συνάδελφο μου με το αυτοκίνητο του ξεκινημένο, του ζήτησα να με μεταφέρει ως το διοικητήριο της Λεμεσού που ήταν τα γραφεία ταξί για να επιστρέψω στην Πάφο. Την ωρα που περνούσαμε έξω από τον αστυνομικό σταθμό, δεχτήκαμε ριπή πυροβολισμών από όπλο στο αυτοκίνητο με αποτελεσμα να τρακάρουμε και να ακινητοποιηθούμε. Ήταν από ανταλλαγές πυρών αστυνομικών που αμύνονταν και πραξικοπηματιών που προσπαθούσαν να καταλάβουν το σταθμό. Φτανοντας περπατητος στο συαθμο των ταξί, ηρνήθησαν να μας μεταφέρουν, έτσι πήρα περπατητός το δρόμο και έφτασα στο παλιό λιμάνι. Εκεί συνάντησα ένα λεωφορείο που κουβαλούσε από την Πάφο εργάτες Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους έτοιμο να ξεκινήσει για την Πάφο. Μπήκα σ αυτό, ήμασταν όπως τις σαρδέλες ο ένας πανω στον άλλο και ξεκινήσαμε. Έξω από τις Αγγλικές βάσεις της Λεμεσού ενώ περνούσαμε από το Τούρκικο χωριό Παραμάλι, πέσαμε σε Τούρκικο μπλόκο και αναγκαστικά σταματήσαμε. Οι τούρκοι κάτοικοι με απειλητικές διαθέσεις μας πλησίασαν και άρχισαν να μας ρίχνουν πετρες. Ευτυχώς με τη μεσολάβηση των Τούρκων που ταξίδευαν μαζί μας, σταμάτησε ο λιθοβολισμός και μας άφησαν να περάσουμε.
Με ανακούφιση έφτασα στη Χλώρακα και γεμάτος αγωνία από την ανησυχία  για την οικογένεια μου, έτρεξα στο σπίτι μου. Με ευχαρίστηση τους βρήκα όλους καλά. Ευτυχώς οι Μακαριακοί ήσαν περισσότεροι από τους Γριβικούς, και περιπολώντας με όπλα σε όλες τις κοινότητες, δεν τόλμησαν οι Πραξικοπηματίες να επιχειρήσουν να καταλάβουν την εξουσία στην Πάφο. Τα στρατόπεδα της Πάφου είχαν παραδοθεί στην Αστυνομία η οποία έλεγχε απόλυτα την κατάσταση, είχε επίσης συλλάβει όλους τους γνωστούς αντί Μακαριακούς, έτσι δεν είχαμε ανησυχία για επίθεση τους.
Ομάδες αντιστασιακών άρχισαν να οργανώνονται για μετάβαση τους στη Λευκωσία για να πολεμήσουν τους πραξικοπηματίες δίπλα στο Μακάριο. Μας κάλεσαν όλους, αλλά εγώ αρνήθηκα και τους προειδοποίησα να κάμουν το ίδιο διότι στον ερχομό μου από τη Λεμεσό είδα πραξικοπηματίες στο Κολόσσι να στήνουν οδοφράγματα και να τα εξοπλίζουν με πολυβόλα όπλα. Τους προειδοποίησα ότι  στο σταυροδρόμι Ερήμης Κολοσσίου προς Ακρωτήρι έστησαν ενέδρα, τουλάχιστον να μην χρησιμοποιούσαν εκείνο τον δρόμο. Δυστυχώς δεν με έλαβαν υπόψη και ξεκίνησαν το μοιραίο ταξίδι τους το όποιο έμελλε να είναι καταστροφικό. Έπεσαν στην ενέδρα του Κολοσιού, σκοτώθηκε ο Δημήτρης Ζηνιέρης και πληγώθηκε ο Νεόφυτος Ανδρέα. Στη διαδρομή προς Λευκωσία στην περιοχή του χωριού Κολόσσι, τα αυτόματα όπλα τούς είχαν στήσει καρτέρι. Με το που φάνηκαν τα λεωφορεία, άρχισαν να πυροβολούν. Ο Δημήτρης Ζινιέρης και άλλα τρία άτομα, έπεσαν νεκρά από τις σφαίρες.
Όλοι οι φιλήσυχοι πολίτες της Χλώρακας Μακαριακοι και Γριβικοι, κλειστήκαμε στα σπίτια μας γεμάτοι αγωνία για τι μέλλει γενέσθαι, και μαθαίναμε τα νέα της έκρυθμης κατάστασης από στόμα σε στόμα, ώσπου καποια στιγμή από τον Παφίτικο Ελεύθερο ραδιοσταθμό που λειτούργησε εκείνες τις ώρες ο Νίκος Νικολαϊδης, ακούσαμε τη φωνή του Μακαρίου.
Ο Μακάριος είχε γλυτώσει. Με πολιτική περιβολή και φέροντας τραγιάσκα οδηγήθηκε από τους συνοδούς του στην πίσω έξοδο ασφαλείας του προεδρικού μεγάρου που ήταν αφύλακτη και μέσα από ένα ξεροπόταμο έφτασαν σε δημόσιο δρόμο. Με τη φρουρά του που ανάμεσα τους ήταν και ο Χαράλαμπος Κυρίλλου από τη Χλώρακα, έφτασε μέσω Τροόδους στον Καθεδρικό ναό της Πάφου όπου πλήθη κόσμου τον ανέμεναν παραληρώντας από χαρά. Εκεί με γεμάτη πάθος φωνή αναγγέλλει προ του μικροφώνου του ραδιοφωνικού σταθμού του Νίκου Νικολαϊδη : «Είμαι εγώ ο Μακάριος. Είμαι ζωντανός. Αναγνωρίζετε την φωνήν μου. Δεν εφονεύθην. Είμαι ζωντανός και θα αγωνισθώ μέχρις εσχάτων».  
Οι πραξικοπηματίες στη Λευκωσία μη έχοντας γνωστά τα τεκταινόμενα στη Πάφο, αφου είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές συνδέσεις και τα στρατόπεδα ήταν υπό τον έλεγχο των Αντιστασιακών δυνάμεων, παραβλέποντας τον εκ του συντάγματος νόμιμο διάδοχο στη θέση του προέδρου που ήταν ο τότε πρόεδρος της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκος Κληρίδης, επέλεξαν τον δημοσιογράφο και βουλευτή τότε Νίκο Σαμψών και τον όρκισαν ως πρόεδρο της Δημοκρατίας της Κύπρου, ο οποίος επί την ανάληψη των καθηκόντων του κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Εκείνη την ώρα οι πραξικοπηματίες πήγαιναν στην Πάφο, αλλά ήταν δύσκολο λόγω έλλειψης δρόμων.
Ο Χαράλαμπος Φ. Κυρίλλου, 19 ετών τότε μέλος του Εφεδρικού Σώματος, μετά που συνόδευσε τον Μακάριο στην Πάφο μαζί με άλλα τέσσερα μέλη του Εφεδρικού Σώματος  το απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1974 προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Λευκωσία για να ενισχύσουν τις Μακαριακές δυνάμεις. Στο Ακρωτήρι Λεμεσού σύμφωνα με ντοκιμαντέρ του ΡΙΚ (15/7/2011) συνελήφθηκε μαζί με τους συντρόφους του και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ απο 5 πραξικοπηματίες που κατάγονταν απο προάστια της Λεμεσού, εκ των οποίων σήμερα ευρίσκονται εν ζωή μονο οι δυο οπως καταμαρτυρείται στο ντοκιμαντέρ απο τους συγγενείς των δολοφονηθέντων.
Την επόμενη μέρα το απόγευμα οι πραξικοπηματίες περικύκλωσαν την Πάφο ενώ το κυπριακό περιπολικό σκάφος "ΛΕΒΕΝΤΗΣ" έβαλλε από το λιμάνι κατά της Μητρόπολης. Ο Μακάριος μία ώρα πριν είχε μεταφερθεί με ελικόπτερο από την παρακείμενη Φιλανδική βάση του ΟΗΕ στην αγγλική βάση Κύπρου και από εκεί με αεροπλάνο κατευθύνθηκε προς τη Μάλτα.
Το πραξικόπημα τελικά επικράτησε με απολογισμό 55 νεκρούς και 250 τραυματίες.
Στη Χλώρακα δεν μας άφηναν να κυκλοφορούμε ελεύθερα, μας είχαν περιορισμένους στα σπίτια μας και εχθρότητα επικρατούσε ανάμεσα στις δυο παρατάξεις μέχρι την καταραμένη μέρα της εισβολής από τους Τούρκους οπότε όλοι μονιάσαμε μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο.
Ήταν 20 Ιουλίου και η Τουρκία ισχυριζόμενη ότι δεν κάνει εισβολή αλλά μια ειρηνική επέμβαση με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής πριν του πραξικοπήματος κατάστασης, εισβάλλει στην στις βόρειες ακτές της Κύπρου, στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας με σαράντα χιλιάδες στρατιώτες, υπό την υποστήριξη Αεροπορίας και ναυτικού.
Με το άκουσμα της εισβολής αμέσως εγινε επιστράτευση. Παρουσιαστήκαμε στον αστυνομικό σταθμό όπου καταταχτήκαμε, οργανωθήκαμε και οπλιστήκαμε. Πρώτη μας αποστολή ήταν να καταλάβουμε τους Τούρκικους θύλακες Μουττάλου και Μανδριών. Περικυκλώσαμε τον Μούτταλο. Μετά από μικρές αψιμαχίες, ύστερα από 24 ώρες οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Αφου μας παρέδωσαν τον οπλισμό, περιορίσαμε τους άμαχους κατοίκους στα σπίτια τους, ενώ τους μάχιμους τους απομονώσαμε στο σχολείο. Τις επόμενες μέρες τους αφήσαμε ελεύθερους και αποσυρθήκαμε έχοντας τους απλά περικυκλωμένους μέχρι τη συμφωνία της ανταλλαγής πληθυσμών, όποτε αποσυρθήκαμε στα στρατόπεδα μας.
Από τους βομβαρδισμούς των Τούρκων και αφου τα στρατόπεδα μας καταστράφηκαν, διαμέναμε σε πορτοκαλεώνες μέχρι που σταλθήκαμε στη Λακατάμια στο στρατόπεδο της 31ης Μοίρας. Οι Έλληνες αξιωματικοί αφου χώρισαν τους Μακαριακούς και τους Γριβικούς σε ομάδες,  έστειλαν εμας τους Μακαριακούς να πολεμήσουμε στην πρώτη γραμμή στην Κερύνεια όπου είχε ξεκινήσει ήδη η δεύτερη φάση της απόβασης από τους Τούρκους, ενώ τους Γριβικούς τους άφησαν στα μετόπισθεν. Ενωθήκαμε με την 32α Μοίρα καταδρομών και την 34η Μοίρα εφέδρων, αλλά ήταν ήδη αργά, οι Τούρκοι είχαν κυριαρχήσει παντού και άρχισαν να προελαύνουν προς το Βαρώσι. Μείναμε εγκλωβισμένοι και ύστερα από βομβαρδισμό μας από αεροπλάνα χάσαμε 20 άνδρες. Ο διοικητής μας διέταξε υποχώρηση. Περπατούσαμε μέρες πολλές κατευθυνόμενοι προς τη Λευκωσία προσπαθώντας να βρούμε διέξοδο. Την 15η μέρα φτάσαμε στην Κυθρέα σε ένα φυλάκιο Ειρηνευτών. Εκεί συναντήσαμε αποτεφρωμένα πτώματα Ειρηνευτών που είχαν και αυτοί δεχτεί βομβαρδισμό από Τούρκικα αεροπλάνα. Στην περιοχή εκεί συναντήσαμε το λόχο του Κώστα Παπακώστα που μαζί με άλλους είχαν υποχωρήσει από την σπασμένη αμυντική γραμμή που είχε στήσει το ταγματάρχης Τάσος Μάρκου για να ανακόψει την προέλαση των Τούρκων προς την Αμμόχωστο και που στάθηκε μόνος του με μια διμοιρία και πολέμησε μέχρι τέλους για να καλύψει την υποχώρηση των υπολοίπων τους οποίους ο ίδιος είχε διατάξει για να γλυτώσουν από την διαφαινόμενη προέλαση των Τούρκων.

Από αυτους μάθαμε ότι μεγάλο μέρος από τις Μοίρες μας είχαν ήδη περάσει προς τις Ελεύθερες περιοχές, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε το ίδιο, διότι οι Τούρκοι είχαν κόψει τις διεξόδους. Όλοι μαζί στραφήκαμε πίσω και πήραμε τις παρυφές του Πενταδάκτυλου και κρυμμένοι μέσα στη βλάστηση προχωρήσαμε και φτάσαμε στην Αγγλική βάση της Δεκέλειας όπου οι Άγγλοι μας βοήθησαν να περάσουμε και να φτάσουμε στις ελεύθερες περιοχές.