Ο ΗΜΙΟΝΗΓΟΣ

Ο Ημιονηγός Ανεζήτει και ανεύρισκε δρομολόγια εις απόκρημνα και χιονοσκεπή όρη, απέφευγε τας προσβολάς του εχθρού, επηύξανε τον αριθμό των δρομολογίων, ως εάν εβασανίζετο περί την εξασφάλισιν τροφής και εφοδίων διά πεινώντα τέκνα του. Περιποιείτο τον ημιόνον ή τους ημιόνους ως εαυτόν, εμάχετο τας αντιξοότητας, ως μαχητής της πρώτης γραμμής μαχόμενος κατά επιτιθεμένου αντιπάλου. Συνωμίλει και συνεννοείτο με τους ίππους και ημιόνους, κατενόει και εθεράπευε τα προβλήματα των ζώων και απετέλει μετ’ αυτών αδιάσπαστον δίδυμον» (Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας).
Ήτανε μια φορά κάμποσα χρόνια πρωτύτερα, ένας βοσκός που από μικρό παιδί πρόσεχε τα πρόβατα του πατέρα του, μόνο αυτά είχε για παρέα, και δεν είχε πάει παραπέρα από το χωριό του.  Βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια, ήθελε να παει σε άλλα μέρη, να γνωρίσει κι’ άλλα πραγματα, άλλες χώρες και πατρίδες. Ήθελε να δραπετεύσει από τη μονοτονία που του έσπαζε τα νεύρα, ήθελε επίσης αντί παρέα τα πρόβατα, να έχει τους ανθρώπους. Ήταν ο Νεόφυτος Χριστοδούλου Σιαμμάς ή άλλως Φυτός, που στα 21 του χρόνια στα 1912, όταν ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι έτρεξε να καταταγεί στις τάξεις του Ελληνικού στρατού. Σκεφτόταν τον νέο κόσμο που θα γνώριζε, τις περιπέτειες που θα του συνέβαιναν και τις εμπειρίες που θα αποκόμιζε, σκεφτόταν ακόμα τον θαυμασμό και τη δόξα που θα απελάμβανε στο γυρισμό του. Τα κατάφερε και κατετάγει, ετοποθετήθει ως ημιονηγός, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, και έζησε την φρίκη του πολέμου. Ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα, κινδύνευσε πολλές φορές, ακόμα πληγώθηκε βαριά, μόλις γλύτωσε στην τρίχα τη ζωή του.
Εδέησεν όμως ο Θεός, και επέστρεψε κάποτε στο χωριό του την Χλώρακα. Ύστερα απ όσα τράβηξε, δεν επιθυμούσε πλέον τιμές και δόξες. Κει που πήγε είδε κι’ έπαθε πολλά, ώστε αναθεώρησε τις απόψεις του, ήταν ευχαριστημένος που ήταν ζωντανός, και απεφάσισε ότι το μόνο που ήθελε, ήταν όπως και πριν, να κάνει την ήσυχη ζωή του βοσκού, και να έχει για παρέα μόνο τα ζά.
Παλιότερα εκείνα τα χρόνια, οι γονιοί έδιναν περιουσία προίκα συνήθως μόνο στις κόρες. Έτσι ο Φυτός μη έχοντας κληρονομήσει ούτε σπίτι, ούτε χωράφι αλλά ούτε έστω κοπάδι που ήταν το επάγγελμα του, έπιασε δουλειά βοσκός σε ένα συγγενή του, με μεροκάματο το φαγητό του, και ένα πολύ μικρό επίδομα κάθε τέλος του χρόνου. Εκκλησία δεν είχε καιρό να πηγαίνει, παρά μόνο κάποτε τις νύχτες στις μεγάλες εορτές της χριστιανοσύνης…
Ήταν ένα μεγάλο Σάββατο, μάντρισε το κοπάδι, λούστηκε, έβαλε την καλή του βράκα και το όμορφο γιλέκο και  πανω απ αυτό το όμορφο ζιμπούνι, ένιωθε έτοιμος να μπει στην εκκλησιά και να αντικρύσει την όμορφη Δεσποινού που έβαλε στο μάτι και είχε σκοπό να τη ζητήσει για γυναίκα του. Πήρε την κατηφόρα και κίνησε πρώτα για το καφενείο όπου είχε δουλειά, ύστερα για την εκκλησιά.
Το καφενείο του Χ΄Φίλιππου ήταν στο έμπα της πλατείας λίγο πριν την εκκλησιά. Απ έξω είχε μια μεγαλη καμάρα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Οι άλλοι χωριανοί κάθονταν στο σύθαμπο της λάμπας πετρελαίου σιγοπίνοντας τον καφέ τους και να σιγοκουβεντιάζοντας.
Μπήκε μέσα ο Φυτός, παράγγειλε καφέ, και πρόσταξε του καφετσιή να έρθει που τον θέλει. Κόντεψε ο καφετσιής, και οι άλλοι θαμώνες άκουσαν έκπληκτοι τον φτωχό Φυτό που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, να γυρεύει από τον καφετσιή να του πουλήσει το μικρό σπιτάκι με την μικρή αυλή που είχε στην πάνω γειτονιά, γιατί το είχε βάλει στο μάτι και ήθελε να το γοράσει.
Ο Χ΄Φίλιππος ήταν ένας μεγάλος τοκογλύφος, άρχοντας στο χωριό με πολλά χρήματα και περιουσία. Ακούοντας το Φυτό να θελει να αγοράσει σπίτι χαμογέλασε πιστεύοντας ότι τον χωράττευε. Για να του ανταποδώσει το χωραττό, με ύφος ειρωνικό, του ανταπάντησε ότι αν έφερνε δεκατρείς λίρες, το σπίτι ήταν δικό του. Ξέροντας τη φτώχεια του και τα έσοδα του, ήξερε ότι δεν μπορούσε να βρει ούτε μια λίρα, πόσο μάλλον δεκατρείς. Ο Φυτός δέχτηκε και η πράξη τέλεψε, και τούδωσε το χέρι ττοκκάροντας για επικύρωση της συμφωνίας.
Πέρασαν λίγες μέρες, τέλειωσε το Πάσχα, το γεγονός ξεχάστηκε. Εξ άλλου ήταν μια κουβέντα του καφενέ, έτσι πίστεψαν όλοι.
Αλλά ένα δειλινό είδαν οι χωριανοί τον Φυτό να επισκεπτεται τον Χ’ Φίλιππο. Κανενός το μυαλό δεν πήγε στην κουβέντα του Μεγάλου Σάββατου. Ήξεραν ότι ζήτησε την Δεσποινου να την χαρτωθεί, και σκέφτηκαν ότι πήγαινε να γυρέψει δανεικά για να αγοράσει τα δαχτυλίδια.
 Έκπληκτοι, σε λίγο άκουσαν φωνές και μαλώματα, άκουσαν τον λιγομίλητο Φυτό να φωνάζει δυνατά, να λέει ότι είχαν συμφωνία, έπρεπε να την τηρήσει, έπρεπε να του βουλώσει το σπίτι αφού του έφερε τις δεκατρείς λίρες. Ο Χ΄ Φίλιππος του εξηγούσε πως δεν ήταν δυνατό να του πουλήσει το σπίτι  που άξιζε περισσότερο από πενήντα λίρες μόνο δεκατρείς, και ήταν ένα χωρατό που είπε χωρίς να το εννοεί.
Μάλωσαν κάμποσο, ο Χ΄Φίλιππος έβγαλε έξω τον θρασύ βοσκό, που μουρμουρίζοντας θυμωμένα έφυγε με μεγάλες δρασκελιές.
Πέρασε λίγος καιρός, ξαφνικά ένας ζαφτιές έφερε μια δικαστική κλήση του Χ΄Φίλιππου.
Ο Φυτός τον είχε μηνήσει για αθέτηση προφορικής συμφωνίας. Πήγαν στο δικαστήριο, καλέστηκαν σαν μάρτυρες όλοι όσοι ήταν μες στο καφενείο εκείνο το Μεγάλο Σάββατο, και ο δικαστής ακούγοντας όλες τις μαρτυρίες, αποφάσισε ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη και έβγαλε απόφαση να βουλωθεί το σπίτι στον Φυτό έναντι αντιτίμου δεκατριών λιρών, και επίσης τα έξοδα της δίκης να πληρωθούν από τον Χ΄Φίλιππο.

Πήρε το σπίτι στην κατοχή του ο Φυτος και αφού παντρεύτηκε τη Δεσποινου κατοίκησαν μέσα, υπάρχει δε  μέχρι σήμερα επισκευασμένο και συντηρημένο, και σε αυτό κατοικά η εγγονός του Φυτού μαζί με την οικογένεια της.