Ο ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΟΥΘΚΙΟΥ

Σε κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι ζουν, πάντα υπάρχουν αυτοί που ξεχωρίζουν, αυτοί που είναι αγαπητοί, ή ακόμα και το αντίθετο, είναι όμως που με τον τρόπο τους εμπεδώνουν την προσωπικότητα τους με αποτέλεσμα να είναι όπως η βούλα στο χαρτί που χωρίς αυτήν κανένα έγγραφο δεν έχει αξία.
 Έτσι και οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα στο επίκεντρο κάθε μεγάλης ή μικρής κοινωνίας, είναι πάντα αυτοί που καθορίζουν την μοίρα των άλλων χωρίς να κατέχουν θέσεις και αξιώματα, το πετυχαίνουν απλά γιατί είναι αυτοί που είναι.
Ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους ένας, ήταν ο Χριστοφής του Αντρεουθκιού που έζησε τις δύσκολες δεκαετίες του πολέμου με τους Εγγλέζους, του Χουντικού πραξικοπήματος, και ύστερα της Τούρκικης εισβολής.
Ο Χριστοφής ήταν γιός του Αντρεουθκιού του κασάπη ο οποίος είχε πολυμελή οικογένεια, την ίδια πολυπληθή οικογένεια δημιούργησε και ο ιδιος αργότερα όταν παντέφτηκε την κόρη του παπά του χωριού.
Η Χλώρακα εκείνες τις εποχές ήταν μια άγνωστη μικρή κοινότητα. Ήταν χρόνια πέτρινα και μίζερα, και αυτός πάσκιζε με πολλή κόπο και μανία να κάμει τα δύσκολα να γίνουν πιο υποφερτά. Έτσι τον θυμούνται οι απόγονοι του και όλοι οι χωριανοί από τον θάνατο του και μετά, όταν ξαφνικά από ενωρίς πέθανε στα 63 του χρόνια. Όλοι τον θυμούνται που πάντα χαμογελαστός με τη μεγάλη του στωικότητα αντίκριζε τα δύσκολα, τα υπέμενε, δεν τα έβαζε κάτω, και ξανά απ την αρχή ξεκινούσε με πλώρη την ελπίδα που είχε πάντα μέσα του, που ήταν αυτή που τον έκαμνε να είναι αισιόδοξος αλλά και φιλόσοφος. Μιλούσε πάντα με μια γαλήνια ηρεμία, έβλεπε τα πράγματα αισιόδοξα, έτσι ώστε παρέσερνε με τον δικό του τρόπο όλο τον κόσμο γύρω του να είναι σαν κι αυτόν.  
Μαθαίνοντας την τέχνη από τον κύρη του συνέχισε το ίδιο επάγγελμα, αλλά επειδή οι καιροί ήταν φτωχικοί, ο κόσμος έτρωγε κρέας μόνο το Πάσχα. Τα έσοδα του ήταν πενιχρά, γι αυτό σκεφτόταν τι άλλο να έκαμνε για το μεροκάματο, σκέφτηκε ώσπου του ήρθε μια ιδέα, άλλη δουλειά που του ταίριαζε, ήταν του ταβερνιάρη. Νοίκιασε λοιπόν ένα φτηνό μαγαζάκι και έβαλε μέσα λίγες καρέκλες και τραπέζια, τοποθέτησε έξω στην αυλή μια φουκού και ανάβοντας την έβαλε πανω στα κάρβουνα να γυρίζουν δυο σούβλες με το καλύτερο του κρέας.
Στους υστερότερους καιρούς όπως ο ίδιος διηγιόταν συχνά, Θυμάται την πρώτη φορά που ενώ ψηνόταν η σούβλα με μια μπύρα στο χέρι, αυτός στεκόταν και σκεφτόταν τι ωραία που μύριζε, αν δεν είχε πελάτες θα έκανε ζεύκι με την οικογένεια του. Εστεκε και γύριζε τη σούβλα ώσπου να ψηθεί και ο νους του έτρεχε εδώ και κεί. Σκεφτόταν το παρελθόν και περιδιαβαίνοντας το, ο νούς του στάθηκε στο εχτές, σε ενα περιστατικό που συνέβηκε…
Σαν κασάπης αγόραζε αιγοπρόβατα που τα έβαζε σε μια πρόχειρη μάντρα στη σκιά δυό δρυών δίπλα στο εκκλησάκι του Άη Νικόλα, ώσπου να έρθει η ώρα να τα σφάξει. Κάτω από τον παχύ ίσκιο αυτών των δενδρών, του άρεσε πολλές φορές τα καλοκαιρινά μεσημέρια, να ξαπλώνει  και να κοιμάται..
Μια μέρα που λαγοκοιμώταν, του φάνηκε ότι άκουσε κάποιον να καλεί βοήθεια. Έστησε αφτί και ακουσε καθαρά μια αγωνιώδη φωνή να έρχεται από το παραδιπλανό χωράφι που μέσα σ αυτό κατέληγε το τρεξιμιό νερό που ανέβλυζε από μια πηγή δίπλα στον μικρό ναό. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο μέρος, ήταν ένας τόπος λασπωμένος που χρειαζόταν προσοχή κάποιος να τον περάσει, γιατί σε καποια σημεία του είχε μετατραπεί σε βάλτο.
Αμέσως έτρεξε εκεί, και είδε ένα νεαρό χωμένο μέσα στη λάσπη ως τη μέση, να φωνάζει βοήθεια και να προσπαθεί να ξεκολλήσει, αλλά ο βάλτος τον τραβούσε και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί.
Αμέσως ο Χριστοφής πήρε ένα σκοινί από τη μάντρα και ρίχνοντας του το, τον τράβηξε έξω στο στέρεο έδαφος.
Ο νεαρός ήταν ένας ξένος που από μακριά είδε την απλωσιά των χωραφιών, και μη γνωρίζοντας τον κίνδυνο, όρμησε με την ωραία του κούρσα εκεί να κάνει ράλλυ και ξερογυρίσματα. Το αυτοκίνητο κόλλησε, και αυτος δοκιμάζοντας να βγεί, κόλλησε και ο ίδιος στη λάσπη που τον τραβούσε και δεν τον άφηνε να κινηθεί..
Έτσι που συλλογιόταν, ξάφνου ένα μεγάλο αμάξι με σοφέρ σταμάτησε εμπρός του, και από την πίσω πόρτα βγήκε ένας άνδρας με επιβλητική αριστοκρατική κορμοστασιά και αρχηγικό ύφος, και δρασκελώντας το συμηντήρι που χώριζε το κτίριο από το δρόμο, τον του έτεινε το χέρι.
-Είμαι ο πατέρας του παιδιού που βοήθησες εχτές,
του είπε.
-Εμένα με λένε Χριστοφή και είμαι ο ταβερνιάρης εδώ, εσένα πώς σε λένε και ποιος είσε;
του αντιγύρισε ο Χριστοφής.
Ήταν ο στρατηγός της Εθνικής φρουράς της Κύπρου, και ήρθε να γνωρίσει αυτόν που βοήθησε το γιο του.
Έκατσαν και τα είπαν, η ώρα πέρασε, σάν τα έλεγαν τα ήπιαν, έφαγαν και τη σούβλα, έγιναν τελικά δυο καλοί φίλοι.
Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία και μαζί της η άνοδος του Χριστοφή. Η φήμη του ως καλού ταβερνιάρη έφτασε απ άκρο εις άκρο της Κύπρου, και εγινε πολύ ξακουστός. Απέκτησε σπουδαίες γνωριμίες, και μπορούσε εύκολα να ζητά χάρες και ρουσφέτια. Ο λόγος του είχε μεγάλη πέραση, και με ευχαρίστηση βοηθούσε όλους τους χωριανούς. Αυτοί ύστερα με τη σειρά τους τον υποστήριζαν αγοράζοντας κρέας, και τρώγοντας στην ταβέρνα του. Με αυτό τον τρόπο τα οικονομικά του πήγαν καλά, μπορούσε έτσι να έχει ένα καλό εισόδημα και να ζει με άνεση την μεγάλη του οικογένεια.
Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας φυλακίστηκε στα κρατητήρια της Πάφου μαζί με  άλλους νέους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Τους έκαναν πολλά βασανιστήρια και πέρασαν δύσκολες στιγμές όπως διηγούνται όσοι ήταν μαζί του, αλλά συτός όπως και άλλοι, άντεξε και δεν μίλησε, ούτε προδωσε.
Μια από τις κόρες του η Έλλη, διηγείται νοσταλγικά:
Είχε έναν χαρακτηριστικό τρόπο να αφηγείται παλιές ιστορίες και γεγονότα που συνέπαιρνε τις παρέες των αλλων ανθρώπων που όταν τον άκουγαν κρέμονταν από τα χείλη του. Ήταν γλεντζές και διασκεδαστικός και όταν τραγουδούσε πάντα ξεκινούσε με το τραγούδι  «μια ζωή την έχουμε», θέλοντας να τονίσει σε όλους ότι τη ζωή πρεπει να την παίρνουν οι άνθρωποι από την καλή μεριά της.
Δεν ήταν μορφωμένος άνθρωπος, ούτε κατείχε ψηλή θέση ή κάποιο αξίωμα, αλλά ήταν ένας δυνατός βιοπαλαιστής που είχε ψηλή θέση στην καρδιά των ανθρώπων και στην κοινωνία.
Από νέος έδειχνε πόσο δραστήριος και δυναμικός ήταν. Συμμετείχε σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, ήταν πρωταθλητής στη δισκοβολία και διακρινόταν για τη δύναμη του. Κάποτε είχε σηκώσει μιαν τεράστια πέτρα που κανένας δεν μπορούσε. Άλλη φορά, περνώντας από το γήπεδο που είχε αγώνες, κατέβηκε και έριξε δίσκο και ήρθε πρώτος. Δεν μπορούσαν να του δώσουν όμως το κύπελλο  γιατί δεν είχε γραφτεί να συμμετάσχει στους αγώνες. Ο αγροφύλακας του χωριού ο Κλέαθθος το παλληκάρι που ήταν λαϊκός ποιητάρης, όταν περνούσε από το δρόμο, του φώναζε,
-πούν το παλικάρι του χωρκού, έν το καμάρι του χωρκού.
Άλλη ιστορία την οποία διηγείται ο Κώστας Λιασίδης, λέει,
-Ήμουν ο πιο δυνατός όλου του χωρκού, στην πάλη τους έβαζα όλους χαμέ, η φήμη μου ήταν μεγαλη. Ήρθε μια μέρα μια Λαμπρή, το παλικάρι της Κισσόνεργας να παλέψει μαζί μου. Ήταν πολύ δυνατός, αλλά εγώ ήμουν πιο δυνατός, τον έβαλα χαμέ. Ο μόνος που με νίκησε μια φορά, ήταν ο Χριστοφής. Σκέφτηκα ότι ήταν τυχαίο, ξαναπαλιώσαμε, αλλά πάλι με ξανάβαλε χαμέ. Ήταν πολύ δυνατός.
Αγαπούσε τη θάλασσα και καθημερινά πήγαινε στη θάλασσα της Αλικής. Εκεί βουτούσε, και εκεί στον δροσερό αέρα της θάλασσας ανάμεσα στην κάψα του καλοκαιριού κάτω από τη δροσιά της σκιάς του κέντρου της Ζήνας Κάνθερ όπου του άρεσε να κάθεται, εκεί ένιωσε τους πρώτους πόνους στο στήθος προμήνυμα για το στερνό ταξίδι που θα πήγαινε. Πήγε αμέσως σε ένα φίλο του γιατρό, ο οποίος δυστυχώς διέγνωσε τη σοβαρότητα του προβλήματος της υγείας του. Ο Χριστοφής του ζήτησε να ειδοποιήσει τα παιδιά του και ενώσω του έλεγε τα τηλέφωνα τους, εκεί ξεψύχησε, εκεί άφησε την τελευταία του πνοή...
Πέθανε και έφυγε, αλλά  επειδή η φήμη του ταξιδευσε και σε άλλες χωρες, άνθρωποι που τον γνωρισαν και μη γνωρίζοντας το θλιβερό γεγονός, για συνέχεια μέχρι τελευταία, του έστελλαν χαιρετίσματα με φοιτητές χωριανούς.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστοφής του Αντρεουθκιού… Ύστερα από πολλά  χρόνια μετά το θάνατο του, θυμούνται όλοι όσοι τον έζησαν και μιλούν με αγάπη, νοσταλγία και ευγνωμοσύνη για το άτομο του. Τέτοιους ανθρώπους δεν συναντάς σήμερα, λένε…