ΛΕΩΝΙΔΑΣ Χ΄ ΑΝΤΩΝΗΣ

Γράφει η Αθθούλα Χ" Αντώνη
Ο πατέρας μου ο Λεωνίδας Χ'Άντώνης Πεγειώτης, έτσι τον έλεγαν, γιατί καταγόταν από την Πέγεια και μετά παντρεύτηκε στην Χλώρακα. Ήταν άτομο δραστήριο, δυναμικό και ριψοκίνδυνο. Μου διηγόταν πολλές ιστορίες από την ζωή του. Μια από αυτή ήταν και η δράση του για την Ε.Ο.Κ.Α. Όταν ξεκίνησε ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α., οι αγωνιστές επισκέφτηκαν τον "σπήλιο" που υπάρχει δίπλα από το σπίτι μας. Ήρθαν τον είδαν, τον μελέτησαν και είπαν, πράγματι είναι ιδανικός για τις δραστηριότητες μας. Όταν ρώτησαν τον πατέρα μου εάν δέχεται να τον χρησιμοποιήσουν για τις δραστηριότητες τους, ο πατέρας μου τους απάντησε: " Όχι μόνο δέχομαι, αλλά θα γίνω και 'γώ συνεργός μαζί σας".
Μετά απ'όλα αυτά, εμάς, μας μετέφερε κάτω στο χωράφι, στα παλιόκαστρα, όπου εγκατασταθήκαμε στο κάτω σπίτι, ενώ στο άλλο πάνω, έμειναν αργότερα άλλοι αγωνιστές. Εν τω μεταξύ, στο χωριό άρχισε αμέσως το κτίσιμο του τοίχου γύρω - γύρω από το σπίτι μας, γιατί μέσα στην αυλή είχαμε πηγάδι με νερό και όλες οι γειτόνισσες έρχονταν εκεί για να βγάζουν νερό για το νοικοκυριό τους. Μέχρι τότε, είχε βάλει ένα ξωπόρτι και το κλείδωνε.
Μία μέρα κάποια θεία μου, λέει: "Τόσο νερό ο "λάκκος" και εγώ να γυρίζω να βρω από αλλού νερό;" Και προσπαθεί από μία τρύπα να βγάλει νερό και είδε όλους τους αγωνιστές ξαπλωμένους μέσα στην αυλή. Και λέει: "Είχε δίκαιο ο Λεωνίδας που κλειδώνει το ξωπόρτι τελικά".
Μετά άρχισαν να καθαρίζουν τον "σπήλιο" και όταν καθαρίστηκε, άρχισε ο εξοπλισμός από στρώματα, λάμπες και διάφορα άλλα πράγματα πρώτης ανάγκης.
Στο σπήλαιο φιλοξενήθησαν αμέτρητοι αγωνιστες καταζητουμενοι αντάρτες της ΕΟΚΑ. Ένας από αυτους ήταν και ο Χρίστος Κκελης, όταν ύστερα από ενέδρα στην περιοχή Καμήλα, εγινε αντιληπτός, και κρυβόταν ώστε να μην συλληφθεί. Ο πατέρας μου έλεγε στην μαμά μου: "Δεσποινού, τώρα είναι και αυτοί σαν παιδιά μας και πρέπει να τους τροφοδοτούμε και να τους βοηθούμε". Και τους έσφαζε κότες, τους έδινε κονσέρβες και διάφορα άλλα τρόφιμα. Τα φόρτωνε στο γάίδουράκι που είχαμε και κάθε απόγευμα τους τα έπαιρνε στο χωριό. Οι αδερφές μου, μικρές και αυτές, διερωτούνταν πού έπαιρνε κάθε μέρα όλα αυτά τα φαγητά, αλλά απάντηση δεν έπαιρναν.
Πάνω από το στόμιο του "σπήλιου", έβαλαν ένα αποχωρητήριο "καθιστό" και όταν έφτανε ο πατέρας μου με τα φαγητά, τους έλεγε ένα σύνθημα που είχαν συμφωνήσει, σήκωναν το αποχωρητήριο και κατέβαζαν τα φαγητά με το καλάθι.
Στεναχωριόταν πολύ ο πατέρας μου για τις συνθήκες επιβίωσης των αγωνιστών. "Ούτε ποντίκια δεν μπορούν να ζήσουν εκεί από την μούχλα", έλεγε.
Τα παλληκάρια όμως άντεξαν, επιβίωσαν και με τον αμυδρό φωτισμό των φαναριών, κατάφεραν και κατασκεύαζαν πυρομαχικά και βόμβες, τα οποία τα διένεμαν. Μία άλλη μέρα, του φόρτωσαν το γαϊδούρι μας οπλισμό και του είπαν: Λεωνίδα να τα πάρεις σε κάποιο σπίτι που του κατονόμασαν, του έβαλαν και αρκετά χόρτα από πάνω και ξεκίνησε. Φτάνει στο σπίτι, χτυπά την πόρτα και ανοίγει ένας Τούρκος αστυνομικός. Ευτυχώς δεν τα έχασε και του λέει: "Συγνώμη, έφερα κάτι χόρτα σε κάποιον και έχασα το σπίτι". "Πήγαινε - πήγαινε δεν είναι εδώ", του απαντάει ο αστυνομικός.
Έτυχε πολλές φορές αυτό το σκηνικό. Να του φορτώνουν το γαϊδούρι, με οπλισμό και να τον στέλνουν πότε εδώ, πότε εκεί. Όπου του έλεγαν τα έπαιρνε.
Μια μέρα του γέμισαν μια σακούλα και του είπαν: "Να τα πάρεις στο τάδε καφενείο, να τα βάλεις σε μια γωνιά, να τα αφήσεις εκεί και κάποιος θα έρθει να τα πάρει". Ο πατέρας μου λέει: "θα καθήσω να δω ποιος θά'ρθει να τα πάρει". Από περιέργεια μόνο. Σε λίγη ώρα, ήρθε κάποιος άγνωστος, πήρε την σακούλα με τρόπο και έφυγε.
Εν τω μεταξύ, στο πάνω σπίτι στα παλιόκαοτρα, είχε άλλους αγωνιστές. Μια Κυριακή σαν ήταν στην εκκλησία, έρχεται κάποιος και του λέει: "θκειέ Λεωνίδα βούρα, τζαι τα κοπέλια έφυγαν τζαι αφήκαν τα ούλλα πεταμένα χαμέ. Οι πόμπες εν σκεπασμένες μέσα στο κόπρι τζιαι αν κάμουν έκρηξη κατήσιη μας". Πάει ο παπάς μου τρεχάτος, βλέπει τις πόρτες ανοικτές, τα όπλα πεταμένα χάμω. Τα μαζεύει, τα βάζει μέσα στις σακούλες και τα κατεβάζει μέσα στο "λάκκο" που είχε "λαούμια". Βγαίνει, μαζεύει και τις βόμβες -ευχή θεού που δεν έκανε έκρηξη- και τις κατεβάζει και αυτές μέσα στο "λάκκο".
Και όλα αυτά να τα κάνει μη έχοντας ιδέα για το τι συμβαίνει και να σπάζει το κεφάλι του όλο το βράδυ, γιατί να φύγουν με αυτό τον τρόπο και να μην πάρουν ούτε τα παπούτσια τους.
Την επόμενη μέρα, σηκώνεται πρωί-πρωί, και πηγαίνει να μάθει τι συμβαίνει. Τελικά μαθαίνει πώς, μία φάλαγγα αυτοκίνητα από Εγγλέζους, ερχόταν κατά πάνω τους, αυτοί νόμισαν πώς ήταν προδομένοι και γι'αυτό έφυγαν άρον-άρον, χωρίς να πάρουν ούτε τα παπούτσια τους.
Ήρθαν στο χωριό και πήγαν στο σπίτι του Χριστόδουλου της θεκλούς της Ασπασίας (Τοουλαρά), και ζητούσαν παπούτσια να φορέσουν, που γέμισαν τα πόδια τους αγκάθες.
Τελικά η φάλαγγα, ήταν περαστική.
Σε περίπτωση προδοσίας όμως, ποιος θα ήτανε ο κύριος ύποπτος; Ο Λεωνίδας Χ'Άντώνης.
Υπάρχουν πολλά άλλα περιστατικά, αναφέρω όμως αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό.
Μια άλλη μέρα, τους έπεσαν κάτι απόρρητα χαρτιά μέσα στο "λάκκο". Κανένας δεν τολμούσε να κατέβει. Φωνάζουν του παπά μου, κατεβαίνει, τους τα βγάζει και τα απλώνει ένα-ένα στον ήλιο να στεγνώσουν. Οι αδερφές μου περίεργες, πηγαίνουν να δουν τι γράφουν τα χαρτιά. Με το που τις βλέπει ο πατέρας μου, τους βάζει τις φωνές και έγιναν καπνός.
Ένα άλλο περιστατικό, ήταν που προδώθηκε ο "σπήλιος". Γέμισε η αυλή με Εγγλέζους και αυτοκίνητα. Ο πατέρας μου έτυχε να ήταν μέσα στο σπίτι. Κοιτάζει από ένα παραθυράκι και βλέπει την αυλή γεμάτη Εγγλέζους. "Παναγιά μου", λέει. Πάγωσε δεν ήξερε τι να κάνει. Από τον φόβο του άρχισε να χτυπιέται. Βρίσκει μια μπουκάλα κονιάκ. Δεν είχε ούτε κλειδί να την ανοίξει. Βάζει ένα μαξιλάρι στον τοίχο, την χτυπά να ανοίξει και την πίνει μονορούφι.
"Αν δεν ήταν κόρη μου", μου είπε εκείνο το κονιάκ, θα πέθαινα.
Μετά οι Εγγλέζοι άνοιξαν την πόρτα και βλέπουν έναν άνθρωπο να χτυπιέται. Τον έσωσε όμως μία φωτογραφία του βασιλιά της Αγγλίας που είχαμε πάνω στον τοίχο.
Μια μέρα μας είπε: "Αυτή την φωτογραφία του βασίλιά, αφήστε την πάνω στον τοίχο για να "γελούμε" τους Εγγλέζους". Πράγματι είχε φώτιση θεού. Αφού μόλις βλέπουν την φωτογραφία και τον άνθρωπο να χτυπιέται, γύρισαν έκλεισαν την πόρτα, και έφυγαν.
Όσον αφορά τους αγωνιστές, είχαν ευτυχώς ειδοποιηθεί για την προδοσία του "σπήλιου" και έφυγαν.
Τέτοια παραδείγματα όπως και ο πατέρας μου είμαι σίγουρη πως υπάρχουν σε πολλές κυπριακές οικογένειες. Και αυτό που με λυπεί ιδιαίτερα, είναι πως τα ονόματα αυτά δεν αναφέρονται πουθενά, ούτε σε βιβλία, ούτε και κάπου αλλού, ενώ γράφονται τόσα πολλά. Και έτσι χάνεται και το ακριβές νόημα, μερικές φορές, και της ιστορίας.
Ήρωας δεν γεννιέται κανείς. Ήρωας γίνεσαι μέσα από πράξεις και θυσίες. Και για εμένα ο δικός μου ήρωας ήταν ο πατέρας μου.

Ας είναι αιωνία του η μνήμη και ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, με αξέχαστη αγάπη, η κόρη του Ανθούλα Λεωνίδα Χ'Άντώνη.