Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ


Από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης η λέξη αίμα έλκυε τους πάντες. Η δύναμη του ήταν αρκετή για να προκαλέσει πολλούς μύθους και θρύλους γύρω από αυτό. Αναγνωρίζοντας από την αρχή  την ζωοδότρα δύναμη του, ορισμένοι πίστευαν ότι είχε δυνάμεις υπερφυσικές και απόκρυφες. Πίστευαν ακόμη ότι  το ανθρώπινο αίμα έχει περισσότερη αξία και δύναμη, γιατί οι άνθρωποι εχουν ψυχή και μέσω της, αυτή η δύναμη είναι η πιο μεγαλη απ όλες. Μια τέτοια δύναμη είναι η αθανασία της ψυχής η οποία περιτριγυρίζει και μπαινοβγαίνει σε ξένα σώματα ανθρώπων ανάλογα με τις περιστάσεις, ή ακόμη περιτριγυρίζει στον αέρα χωρίς να βρίσκει αμάντα (αναπαμό).
Στη λευκή μαγεία συνήθως χρησιμοποιούσαν το αίμα κάποιου ζώου για να σφραγίσουν μιά ευχή ή ένα ξόρκι, ώστε να φύγει αυτή  η δύναμη και να αφήσει την ψυχή ελεύθερη να πετάξει και να παει στον ουρανό δίπλα στο Θεό ή στην κόλαση, ανάλογα που ανήκει.
Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι στη Χλώρακα πίστευαν στις δεισιδαιμονίες και εφάρμοζαν διάφορα ξόρκια για να αποφεύγουν το μάτιασμα και το στοίσιομα. Η μικρή ιστορία που θα σας διηγηθώ, συνέβηκε σε έναν πρόγονο μου, την έμαθα απο τους συγγενείς μου, και την διασταύρωσα με τους γεροντότερους χωριανούς μου, και σας την μεταφέρω αυτούσια, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είναι αληθινή ή φανταστική. Ήταν μια μεγάλη οικογένεια, του Ττοουλή Χ" ΤσιυρΚακού, και αποτελείτο απο 9 παιδιά. Ένας από αυτους, ο Λεωνής, ήταν ο παππούς μου, πατέρας της μητέρας μου. Τον καιρό εκείνο κοντά στο 1900, ο κόσμος είχε μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση της τροφής του. Γι αυτό όλοι, μικροί και μεγάλοι γύριζαν σ όλη την πλάση μαζεύοντας ότι χρήσιμο  υπήρχε, τρεμίθια, τεράτσια, αγριόχορτα, βελανίδια. Ο παππούς μου εκείνη την ημέρα που συνέβη το τραγικό γεγονός που θα σας διηγηθώ, ευρίσκετο στη βοσκή του κοπαδιού του πατέρα του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του εκείνη την ημέρα είχε  πάει στη περιοχή Μήλα να μαζέψει τρεμίθια Σκαρφάλωσε σε μια ψηλή τρεμιθιά και άρχισε να λουβά τα τρεμίθια. Στη προσπάθεια του όμως κάπου παράβλεψε, γλίστρησε και έπεσε από το δένδρο. Είχε μεγαλη ατυχία, έπεσε με την κοιλιά πανω σε ένα βράχο που ήταν πολύ μυτερός, σχεδόν σαν μαχαίρι.
Αχ",
φώναξε,  δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Το χτύπημα σαν σπαθιά που είχε δεχτεί με την πτώση του είχε ανοίξει ένα μεγάλο κατακόκκινο αυλάκι που ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς. Το αίμα κυλούσε απ' την πληγή και άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε. Έμεινε εκεί ακίνητος όσπου ύστερα από λίγο πέρασε από εκεί ο αδελφός του ο Λεωνής να τον γυρέψει, και τον βρήκε κάτω πεσμένο στο χώμα μισοπεθαμένο με όλο του το αίμα να έχει ποτίσει τη γη δίπλα του. Αλαφιασμένος του έδεσε τις πληγές χρησιμοποιώντας το κάποττο ρούχο από την βράκα που φορούσε, τον σήκωσε και σιγά τον μετέφερε στο σπίτι τους.
Δεν υπήρχε γιατρός κοντά, γι αυτό φώναξαν τη μαμμού που τον περιποιήθηκε με όσα γιατροσόφια ήξερε.
Η κατάσταση ήταν  πολύ άσχημη, τον είχαν όλοι για ξεγραμμένο. Είχε όμως δυνατή κράση και πάλεψε με τον χάρο πάνω από σαράντα μέρες. Ήταν ένας δυνατός νέος που η γερή του κράση τον βοήθησε να αντέξει τόσο πολύ. Ήταν όμως μια άνιση πάλη με τον ανελέητο Χάροντα, με τον θάνατο. Άντεξε σαράντα μέρες πάλης, κατόρθωμα που για παρόμοια γεγονότα υπάρχουν αναφορές στα δημοτικά μας ποιήματα που λένε για καταστάσεις δεισιδαιμονικές και απόκοσμες.
Λένε οι παραδώσεις μας ότι όταν κάποιος χαροπαλεύει τόσο καιρό, η ψυχή του μετά δεν βρίσκει αναπαμό, τριγυρνά στον αέρα, φωνάζει και δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία. Βγάζει γοερές κραυγές και φοβούνται τα παιδιά, και αν δεν γίνουν τα κατάλληλα ξόρκια για να λυθεί η κατάρα, αυτός ο φόβος κυριεύει τα παιδιά που τον έχουν όσο ζουν. Γίνεται δαίμονας και πνεύμα που ενοχλεί όποιον περάσει από τον τόπο που άφησε το αίμα του. Οποιον τον ενοχλήση έστω μια φορά, αυτός φοβάται και αισθάνεται κατατρεγμένος για πάντα, για να γλυτώσει πρέπει λένε, να κάψει λαρδί χοίρου και να το ρίξει εκεί που χύθηκε το αίμα του σκοτωμένου, συνήθως έτσι ο δαίμονας φεύγει. Και αν αυτός ο τρόπος δεν πετύχει, πάνω σε σταχτωμένα κάρβουνα μέσα στο θυμιατήρι, να βάλει ένα κομμάτι από την καρδιά και το συκώτι του χοίρου, και να τα αφήσει να βγάλουν καπνό. Όταν θα τα μυρίσει το στοισιό, θα φύγει και δε θα ξαναγυρίσει.
Ο νέος άφησε την πνοή του μετά τις σαράντα μέρες, και οι χωριανοί φοβισμένοι  από τις δεισιδαιμονίες ζήτησαν από τον παπά να διαβάσει και να θυμιάσει κατά πως λέγανε οι λαϊκές παραδόσεις.
Δυστυχώς συνέβηκε το κακό, μετά τον θάνατο του στοίσιοσε και όποιος περνούσε την ημέρα του θανάτου από τον τόπο που σκοτώθηκε, εκεί που πότισε τη γη με το αίμα του, άκουγε φωνές γοερές που έκοβαν την ανάσα και προκαλούσαν τρόμο και φόβο στις καρδιές και των πιο άφοβων ανθρώπων.
Όλοι στο χωριό τρομοκρατήθηκαν και απέφευγαν να περνούν από εκεί. Και πάντα την ημέρα του θανάτου του, οι γοερές κραυγές κοντά στα μεσάνυχτα δυνάμωναν και έφταναν σε όλο το χωριό.
Ο παπάΓιωρκης άρχισε να κάνει ευχές και αγιασμούς μήπως φύγει το κακό. Άλλοι χωριανοί έκαναν μαγικά και ξόρκια, έφερναν ειδικούς από άλλους τόπους, αλλά η κατάρα δεν έφευγε.
Πέρασαν λίγα χρόνια, μια μέρα πέρασε από το χωριό ένας άγνωστος καλόγεροςς. Μαθαίνοντας τι συνεβαινε, γύρεψε τον πατέρα του πεθαμένου νέου και του ορμήνεψε τι έπρεπε να κάμει.
-Σήμερα του Αϊ Γιανιού, αν έχεις παιδί αβάφτιστο, να το ονοματίσεις το όνομα του Αγίου. Όταν γίνει 33 χρονών όσα τα χρόνια του Χριστού, να του ορμηνέψεις να ξορκίσει το μνήμα και να ρίξει μπόλικο καυτό λάδι από λαρδί και να ποτίσει τον τόπο που είναι θαμμένος καθώς και τον τόπο που χύθηκε το στοισιομένο αίμα.
Ονόμασε το γιο του Γιαννάτσιη (πρόκειται για τον πατέρα της Κατίνας, σύζυγο του Ανδρέα Φακοντή), και ύστερα από πολλά χρόνια όταν έγινε 33 χρονών κάπνισε με το θυμιατήρι τον καταραμένο τόπο, έριξε μπόλικο λάδι από λαρδί και πότισε το χώμα όπως του είχαν ορμηνέψει.
Το θαύμα γίνηκε, το στοισιό έφυγε και η ψυχή του σκοτωμένου νέου βρήκε αναπαμό.
Ήταν μια κατάσταση τρόμου που διήρκησε δεκαετίες και κατά την διάρκεια τους μια φορά το χρόνο την ημέρα που το αίμα του αδικοχαμένου νέου πότισε τη γη, στην Χλώρακα έπεφτε μια βαθιά σιωπή γεμάτη φόβο και όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους για να μην τους αγγίσει η ψυχή του σκοτωμένου που περιπλανιόταν πάνω από το χωριό όπως πίστευαν.
Ύστερα που πέρασε το κακό, κάποιοι που  ήξεραν γράμματα έδωσαν μια λογική εξήγηση. Είπαν ότι την εποχή που συνέβηκε εκείνος ο θάνατος, ήταν που κάποιο είδος νυχτοπουλιού βγαίνει τις νύχτες και κλαίει, και φωνάζει  το ταίρι του.

Όμως αν και φαίνεται λογική η εξήγηση, δεν εξηγείται το γεγονός γιατί σταμάτησε το κόγκημα μετά το ξόρκισμα που άκαμε ο Γιαννάτσιης.