Η ΑΡΤΟΜΗΣΙΑ

Τον τόπο που γεννήθηκε κανείς δεν το ξεχνά ποτέ. Χαράσσεται στην ψυχή και είναι πόνος μεγάλος και γλυκόπικρος που άμα έρχεται στη σκέψη πονά σαν γλυκιά μαχαιριά. Τον θυμάται συνέχεια, κοιμάται και ξυπνά με αυτόν. Με τις καλές και τις δύσκολες στιγμές της ζωής, τη φτώχεια και τη μιζέρια, τις πίκρες και τους καημούς. Άλλοι τον αντέχουν εύκολα, άλλοι γιατι είναι αναγκασμένοι, και άλλοι γιατί είναι υποχρεωμένοι. Είναι όμως κάποιες φορές που ο πόνος δεν αντέχεται, κατατρώει τη σκέψη, δεν μετριέται, γίνεται αβάσταχτος, σκοτώνει τη λογική...

Όλοι στο χωριό την είδαν να έρχεται από μακριά πεζή, μια αδύνατη φιγούρα, να περπατά σαν χαμένη και αφηρημένη, χωρίς να μιλά και χωρίς να χαιρετά. Όπως να χε τις σκέψεις της δοσμένες σε συλλογισμούς καταδικούς της που δεν έβλεπε τριγύρω της κανέναν. Ή ίσως να είχε στενοχώριες και να μην νοιαζόταν για άλλο τίποτα, εξόν τα δικά της. Την στενοχώρια της, το μαράζι της και σίγουρα τον πόνο της που φαινόταν ζωγραφισμένος στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο.
Κοίταζε μηχανικά μια εκεί, μια αλλού, σαν να μην αναγνώριζε πού βρίσκεται. Σαν να έψαχνε κάτι, κάποιο σημείο συγκεκριμένο και έδειχνε ανήσυχη μήπως δεν το βρεί. Όταν κόντεψε στο καφενείο της πλατείας μπρός απο την μικρή εκκλησιά, ο Κωστής ο καφετσιής αναφώνησε έκπληκτος,
-Εν η Αρτομησία.
Όλοι έμειναν να κοιτούν βουβοί, και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Είδαν μια γυναίκα άλλη από αυτήν που ήξεραν, είδαν μια γκρίζα φιγούρα σκυφτή, αδύνατη και καμπουριασμένη να περπατά στη στενή στράτα. Την ήξεραν όμορφη και λεβέντισσα, όταν ήταν στο χωριό μια σπουδαία οικοκυρά που κουμάνταρε το σπίτι της και την μεγαλη περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Απόγονος απο το σπουδαίο σόι του Ττοουλή Σιαμμά, μιάς σπουδαίας πολυμελούς οικογένειας που όλοι δουλεύοντας σκληρά απέκτησαν χωράφια πολλά, και που της έδωσαν από 100 σκάλες σαν προίκα…
Τώρα έβλεπαν μια καημένη γυναίκα αγνώριστη, αλλαγμένη, ρυτιδιασμένη, αδυνατισμένη και μαραζωμένη. Πέρασε από εμπρός τους σαν να μην τους γνώριζε, σαν να τους ξέχασε, και τους προσπέρασε χωρίς να τους χαιρετήσει…
Τις παλιές εποχές, στις αρχές του αιώνα, ο πληθυσμός στο νησί της Κύπρου, και ιδιαίτερα στην επαρχία της Πάφου, ζούσε μέσα σε μεγάλες φτώχειες. Ήταν πολύ δυσκολο κάποιος να προκόψει, να κάμει περιουσία και να έχει χρήματα. Ο Ττοουλής γιός του Τσιυρκακού Σιαμμά, είχε χωράφια πολλά, κοπάδια και ριάλια κάμποσα. Ήταν από τις πρώτες φαμίλιες που κατοίκησαν στο χωριό, που από αυτους πλήθυναν οι κάτοικοι, και σχεδόν όλοι οι σημερινοί είναι απόγονοι τους…
Ο Ττοουλής παντρεύτηκε και έκαμε πολλά παιδιά. Ήσαν τρεις αρσενικοί, και τέσσερις κόρες που με πολλή όρεξη όλοι δούλευαν σκληρά νύχτα μέρα, καταφέρνοντας την ήδη μεγαλη περιουσία που είχε ο πατέρας τους κληρονομιά, να την μεγαλώσουν και να την πολλαπλασιάσουν. Την έφτιαξαν τόσο μεγαλη, που για προίκα στην μια κόρη την Αρτομισία όταν την πάντρεψαν, έδωκαν 100 σκάλες χωράφια.
Μεγάλωσε η Αρτομησία σ αυτή την μεγάλη οικογένεια που ήταν σεβαστή σ όλο το χωριό. Σαν η μικρότερη απ όλες τις αδερφές ήταν λίγο αππωμένη και εγωίστρια, ήταν όμως προπάντων υπερήφανη γιατί καταγόταν από πλούσιο και σπουδαίο σόι.
Πολλές φορές συνήθιζε να ακολουθεί τον αδελφό της τον Φυτό όταν έβγαζε το κοπάδι για βοσκή μέσα στους αγρούς και στα χωράφια. Της άρεσε να σεργιανίζει το χωριό που ήταν ένας απέραντος καταπράσινος τόπος γεμάτος βλάστηση με δένδρα, μυρσίνια και σχοίνα. Της άρεσε να κάθεται στον ίσκιο των δυσθεώρατων δρυών, να βλέπει στο χειμώνα τα καταπράσινα χωράφια και στο καλοκαίρι το κίτρινο χρώμα τους ύστερα από το θέρος.  

Ύστερα που μεγάλωσε και ήρθε ο καιρός, την πάντρεψαν. Της βρήκαν ένα καλό γαμπρό από μεγάλο σόι με καλό νάμι και περιουσία. Ήταν πράτης, δηλαδή αγόραζε από τους χωριανούς οπωρικά και χόρτα που τα  μεταπωλούσε στις διάφορες αγορές της Πάφου, κάποτε και της Λεμεσού. Σε εκείνες τις δύσκολες οικονομικές εποχές που οι άνθρωποι κατέφευγαν στους τοκογλύφους, ορισμένοι περβολάρηδες πελάτες του, του ζητούσαν να υπογράψει σαν εγγυητής τους. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια και οι καιροί δυσκόλεψαν, ήρθαν δυσκολότεροι γεμάτοι φτώχεια και μιζέρια, ο τόπος φτώχεινε ακόμα παραπάνω,  ο κόσμος δεν είχε να φάει, οι υποθήκες δεν πληρώνονταν και τα χρέη μεγάλωναν. Οι τοκογλύφοι έσερναν τους χρεώστες στα δικαστήρια. Σε μια δίκη κάποιου περβολάρη ως υπογραφή εγγυητή του χρέους δίπλα από του άντρα της, βρέθηκε και η δική της. Ο Δικαστής έβγαλε απόφαση υπέρ του Τοκογλύφου, και αφού ο χρεώστης δεν είχε να πληρώσει, έπρεπε να πληρώσουν οι εγγυητές. Έτσι μ αυτό τον τρόπο η Αρτομυσια έχασε όλη την περιουσία της, ακόμα της πήραν και το σπίτι. Δεν είχαν που να μείνουν, πήραν των ομματιών τους και χάθηκαν από το χωριό.
Αργότερα μαθεύτηκε ότι πήραν δανικά πέντε λίρες από έναν έμπορο στη Λεμεσό που τα έδωσαν προκαταβολή και αγόρασαν ένα κομμάτι χωράφι σε μια έρημη τοποθεσία στην Κατω Πάφο. Έστησαν μια πρόχειρη καλύβα και ασχοληθηκαν με την καλλιεργεια της γης…
Η Αρτομησία ήταν περήφανη γιατί τα είχε όλα. Καλή οικογένεια, καλά παιδιά, και πολλή σεβασμό σε όλο το χωριό. Είχε περίσσια αγάπη για τον τόπο της, και μεγάλο καμάρι για την μεγάλη περιουσία της.  Ήταν η ομορφότερη του χωριού, ήταν μια μεγάλη κυρία και τα βράδια στην βεράντα της όταν τα παιδιά ησύχαζαν και ο άντρας της έλειπε στη δουλειά, μοναχή καθόταν και συλλογιόταν. Ονειροπολώντας κοιτούσε το  ολόγιομο φεγγάρι φέρνοντας στο νου της  την όμοεφη ζήση της και ευχαριστούσε το Θεό για την ολόγιομη από καλά ζωή που της έδωκε…
Ήταν απόλυτα ευχαριστημένη ως εκείνη την κακιά μέρα που ο Δικαστής με ανέκφραστο πρόσωπο της πήρε τα υπάρχοντα και την άφησε φτωχή και άκληρη. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη την ημέρα πως ένιωσε. Δεν πίστευε, το πάτωμα έφευγε από τα πόδια της και ο τρόμος την κυρίευσε. Τα πάνω ήρθαν κατω, εχασε το βιος της, την ανεμελιά της, την υπερηφάνεια της, τον εγωισμό της. Σταμάτησε ο νους της,  ένιωθε την κεφαλή της να θελει να σπάσει και το μυαλό της να σαλεέει. Από εκείνη τη μέρα έπεσε σε μεγάλο μαράζι και έχασε την μιλιά της.
Υστερα που περασε κάμποσος καιρός, ξάφνου νάσου την, ανέφανε. Ολοι στο χωριό την είδαν να έρχεται από μακριά πεζή, μια αδύνατη φιγούρα, να περπατά σαν χαμένη και αφηρημένη, χωρίς να μιλά και χωρίς να χαιρετά κανέναν. Τους προσπέρασε και συνέχισε, όλοι έμειναν να την κοιτούν και να την παρακολουθούν.
Την είδαν σκυφτή με τα μάτια κατά γης να περπατά ως το παλιό της σπίτι, να στέκει απ έξω σκεφτική, ύστερα να σηκώνει τα μάτια της ψηλά και να μοιρολογεί,  την άκουσαν να λέει,
-γιατί με διώξαν από το χωριό, εμένα εμένα,
Κι ύστερα την είδαν να παίρνει σβάρνα τους αγρούς, να προσπερνά τα παλιά της χωράφια αμίλητη και μαραζωμένη, να σκύβει να κόβει κανένα καρπό, να τα προσπερνά και να φεύγει.
Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα, με το ξημέρωμα την έβλεπαν να έρχεται και να επισκέπτεται τις παλιές της περιουσίες και μονολογόντας παραπονεμένα μοιρολογούσε κι έλεγε,
-γιατί με διώξαν από το χωριό, εμένα εμένα,
και υστερα έφευγε.
Από την ημέρα της δίκης και ύστερα για δυο χρόνια όπως λενε, πικραμένη δεν έτρωγε και δεν μιλούσε. Την κυριεύσε η στενοχώρια και έπεσε σε μαράζι. Ώσπου ο νους της που δεν άντεχε άλλο τον πόνο της ψυχής, αντέδρασε και της έβαλε σκέψη και επιθυμία να περπατά μίλια πολλά κάθε μέρα, να επισκέπτεται τους τόπους τους παλιούς τους αγαπημένους που ήταν κάποτε δικοί.
Πέρασαν χρόνια πολλά, ήταν ένα συνήθειο που την ανακούφιζε, την ευχαριστούσε. Κάθε ξημέρωμα κινούσε απόσταση μακρινή, πήγαινε στους τόπους της, και εκεί με το νου να πλανιέται στα παλιά, εύρισκε παρηγοριά. Ήταν σαν τάμα και προσκύνημα σε Άγιο, ήταν μια ιστορία που ίσως κράτησε παραπάνω από είκοσι χρόνια, κάθε πρωί, και κάθε μέρα…
Ένα πρωί όμως που ακόμη ήταν σκοτεινά, στο διάβα της για το προσκύνημα της, παρασύρθηκε από μια μοτόρα που οδηγούσε ένας μεθυσμένος. Την χτύπησε και την εγκατέλειψε με σπασμένο κορμί καταχαμέ στη γη να σπαρταρά από τους πόνους.
Δεν ξαναπερπάτησε, δεν μπορεσε να ξαναπαει στο χωριο της. Ξαναμαράζωσε, δεν έτρωγε,  δεν έπινε, είπαν οι γιατροί δεν είχε θεραπεία, το μαράζι θα την σκότωνε.
Μαθαίνοντας τα κακά μαντάτα οι συγγενείς της ήρθαν να την επισκεφτούν. ‘Ηρθε και μια κόρη της με τον άντρα της που ζούσαν στον μακρινό Καναδά. Ο γαμπρός της ήταν νοσοκόμος και ήξερε από καταστάσεις παρόμοιες, σκέφτηκε την έβαλε στο αυτοκίνητο και την επήρε στα μέρη τα παλιά της Χλώρακας, στους τόπους της. Η Αρτομισία όταν τους ξανάδε ζωντάνεψε, συνήρθε, ξαναβρήκε τη ζωή της.

Από εκείνη τη μέρα την έπαιρναν τακτικά, αλλά κάποτε, ήρθε η μέρα που ο γαμπρός με την κόρη της έπρεπε να φύγουν. Σε μια τελευταία εκδρομή στους παλιούς τόπους σε μια ρεματιά, η Αρτομισία είδε μια απόχρωση κοκκινωπή, ήταν κάτι θάμνα σε χρώμα κόκκινο. Ένιωσε αγαλλίαση στην καρδιά, ήξερε γι αυτά, ήταν θάμνα του θεού, ηρέμησε η ψυχή της. Ήταν φτέρες κόκκινες, κάτι αρχέγονα φυτά, που άμα βλαστήσουν, οι άνθρωποι λενε ότι τα έσπειρε ο Θεός και υπάρχουν για πάντα χωρίς να ξεραίνονται ή να εξαλείφονται, και ο τόπος εκείνος γίνεται ιερός. Από εκείνη την ημέρα δεν ένιωσε την ανάγκη άλλης επίσκεψης, γαλήνεψε, και σε ηρεμία έζησε ακόμα κάμποσα χρόνια, ώσπου πέθανε σε βαθιά γεράματα.